ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΣ ΑΝΟΙΓΕΙ Η ΟΡΕΞΗ…*
Με δεδομένο ότι η κρίση του χρέους ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα αποκλειστικό «προνόμιο» των χωρών του Τρίτου κόσμου, δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ούτε εμπειρίες, ούτε διδάγματα εμπειριών και ακόμα περισσότερο καμιά βιβλιογραφία σχετικά με την προετοιμασία, οργάνωση και διεξαγωγή λογιστικών ελέγχων του δημόσιου χρέους στις χώρες του παγκόσμιου Βορρά. Είναι κατά συνέπεια, για αυτόν ακριβώς το λόγο που δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα «εγχειρίδιο για τους λογιστικούς ελέγχους» του χρέους απαριθμεί και συνάμα εμπνέεται από γεγονότα, καταστάσεις και κυρίως, από συγκεκριμένες εμπειρίες λογιστικών ελέγχων που διεξήχθησαν και διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο σε αυτόν ακριβώς τον πολύπαθο Τρίτο κόσμο.
Την ώρα λοιπόν που η κρίση του χρέους μετακομίζει μαζικά στο πλανητικό Βορρά και εμείς εδώ στην Ελλάδα καλούμαστε να αναμετρηθούμε με αυτήν, αμφισβητώντας και καταγγέλλοντας έμπρακτα το βραχνά που είναι το ελληνικό δημόσιο χρέος, δεν μπορούμε να επικαλεστούμε κανένα ανάλογο προηγούμενο, να αντλήσουμε διδάγματα από καμιά άλλη εμπειρία λογιστικού ελέγχου στην Ενωμένη Ευρώπη ή γενικότερα στον αναπτυγμένο Βορρά. Ωστόσο, δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Οι χρήσιμες εμπειρίες και τα διδάγματα των αγώνων του παγκόσμιου Νότου είναι εδώ, στη διάθεσή μας, και απομένει να επωφεληθούμε από αυτά για να εγκαινιάσουμε, και για λογαριασμό των άλλων λαών της Ευρώπης, αυτή που ίσως είναι η πιο κεντρική από όλες τις παρούσες και αυριανές μάχες: τη μάχη ενάντια στο χρέος που ρημάζει κοινωνίες και καταστρέφει ανθρώπινες ζωές, αποτελώντας ένα από τα πιο δοκιμασμένα εργαλεία για να κάνει τους –λίγους- πλούσιους σκανδαλωδώς πλουσιότερους και τους -πάμπολλους- φτωχούς απάνθρωπα φτωχότερους…
Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι διαφορές ανάμεσα στη κρίση του χρέους στο Βορρά και στο Νότο είναι υπαρκτές και καθόλου αμελητέες. Ωστόσο, είτε πρόκειται για το Νότο, είτε για το Βορρά, οι στόχοι ενός αυθεντικού λογιστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους είναι ακριβώς αυτοί που παραθέτει το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας:
«Ο πρώτος στόχος ενός λογιστικού ελέγχου (Λ.Ε) είναι να ξεκαθαρίσει το παρελθόν, να ξεμπλέξει το κουβάρι του χρέους, νήμα προς νήμα, μέχρι να ξαναφτιάξει το κουβάρι των γεγονότων που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Τι απόγινε το χρήμα του τάδε δανείου, με ποιους όρους συνάφθηκε το δείνα δάνειο; Πόσοι τόκοι πληρώθηκαν, με ποιο επιτόκιο, πόσο τμήμα του δανείου ήδη αποπληρώθηκε; Πώς διογκώθηκε το χρέος παρόλο που δεν είδαμε το χρώμα του χρήματος; Ποιο δρόμο πήραν τα κεφάλαια; Σε τι χρησίμεψαν; Ποιο μέρος τους καταχράστηκε και γιατί;»
Και όχι μόνον όλα αυτά, αλλά επίσης:
«Ποιος δανείστηκε και στο όνομα ποιανού; Ποιος δάνεισε και ποιος ήταν ο ρόλος του; Πώς βρέθηκε μπλεγμένο το Κράτος, με ποια απόφαση, που λήφθηκε με ποια αρμοδιότητα; Πώς τα ιδιωτικά χρέη έγιναν «δημόσια»; Ποιος προώθησε σχέδια μαϊμούδες, ποιος έσπρωξε, ενθάρρυνε, ποιος κέρδισε από αυτά; Ποια εγκλήματα διαπράχτηκαν με αυτά τα χρήματα; Γιατί δεν αποδίδονται αστικές, ποινικές και διοικητικές ευθύνες;».
Και μόνο στη βάση των παραπάνω ερωτημάτων, γίνεται φανερό ότι το πεδίο δράσης ενός λογιστικού ελέγχου είναι τεράστιο και δεν έχει καμιά σχέση με την καρικατούρα του που το συρρικνώνει σε μια απλή επαλήθευση αριθμών από ρουτινιέρηδες λογιστές. Έτσι, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι υπέρμαχοι των λογιστικών ελέγχων δικαιολογούν την ανάγκη της πραγματοποίησής τους επικαλούμενοι μόνιμα δυο θεμελιώδεις και ζωτικής σημασίας ανάγκες της κοινωνίας: εκείνες της διαφάνειας και του δημοκρατικού ελέγχου του Κράτους και των κυβερνόντων από μέρους των πολιτών.
Πρόκειται αναμφίβολα για ανάγκες που παραπέμπουν σε εντελώς στοιχειώδη, αν και μόνιμα παραβιαζόμενα, δημοκρατικά δικαιώματα, που είναι μάλιστα αναγνωρισμένα και κατοχυρωμένα από το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν τι πράττουν εκείνοι που τους κυβερνούν, να πληροφορούνται τα πάντα για τους χειρισμούς, τους στόχους και τα κίνητρά τους συνδέεται άρρηκτα με την ίδια τη δημοκρατία καθώς απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών να ελέγχουν την εξουσία και να συμμετέχουν ενεργά στα κοινά.
Και μόνο λοιπόν το γεγονός ότι αυτή η εξουσία αρνείται πεισματικά να πραγματοποιήσει το λογιστικό έλεγχο του δικού της χρέους και φρίττει ακόμα και με την ιδέα ότι κάποιοι παρείσακτοι «εξωθεσμικοί» θα τολμούσαν να το πράξουν, είναι ενδεικτικό της άρρωστης και βαθύτατα ελλειμματικής (αστικής και νεοφιλελεύθερης) δημοκρατίας μας. Μιας ανάπηρης δημοκρατίας, που κατά τα άλλα δεν σταματάει να μας βομβαρδίζει με τις περί διαφάνειας ρητορείες της.
Αυτή η γενική και μόνιμη ανάγκη διαφάνειας των δημόσιων υποθέσεων αποκτά όμως στην εποχή του άγριου νεοφιλελευθερισμού της αχαλίνωτης –πρωτοφανούς στη παγκόσμια ιστορία- διαφθοράς πρόσθετη τεράστια σημασία. Μετατρέπεται σε μια κεντρική κοινωνική και πολιτική ανάγκη εντελώς ζωτικής σημασίας! Και είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που η έμπρακτη διαφάνεια αποτελεί εφιάλτη και ξορκίζεται στη πράξη από τους κάθε λογής ισχυρούς του συστήματος, που δεν δείχνουν τη παραμικρή διάθεση να ανεχθούν απρόσκλητους μάρτυρες στο ατέλειωτο νεοφιλελεύθερο φαγοπότι τους.
Με άλλα λόγια, στη παρούσα ιστορική περίοδο της πιο εκτεταμένης διαφθοράς και των αμέτρητων οικονομικών σκανδάλων, ελευθερίες και δικαιώματα των πολιτών που ήταν άλλοτε «στοιχειώδη» μετατρέπονται σε…είδη πολυτελείας που γίνονται όλο και δυσεύρετα στις υπό στενή επιτήρηση κοινωνίες μας. Άμεση συνέπεια είναι ότι η έμπρακτη άσκηση αυτών των μέχρι χτες «στοιχειωδών» δημοκρατικών δικαιωμάτων εισπράττεται από τους κρατούντες και την εξουσία τους περίπου ως κήρυξη πολέμου των «από κάτω» στο ίδιο το σύστημά τους. Και φυσικά, αντιμετωπίζεται δεόντως…
Χωρίς κανένα δισταγμό, θα αρκούσε η προώθηση τέτοιων -ντε φάκτο άκρως πολιτικών- «στοιχειωδών» δημοκρατικών δικαιωμάτων για να αποκτήσει ο λογιστικός έλεγχος του δημόσιου χρέους μια δυναμική που λίγο απέχει από το να είναι κοινωνικά σωτήρια και περίπου…ανατρεπτική. Ωστόσο, η βαθύτερη χρησιμότητα ενός ανεξάρτητου λογιστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους από τους «από κάτω» δεν μπορεί ούτε να συνοψιστεί ούτε να εξαντληθεί στην υπεράσπιση της διαφάνειας και του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Πηγαίνει πολύ πιο μακριά, καθώς θίγει ζητήματα ποιοτικά ανώτερα και ανοίγει το δρόμο σε διαδικασίες που μπορούν να αποδειχθούν άκρως επικίνδυνες για του κατεστημένο και εν δυνάμει απελευθερωτικές για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών!
Πράγματι, απαιτώντας να ανοίξει και να ελέγξει τα βιβλία του δημόσιου χρέους, και ακόμα καλύτερα ανοίγοντας και ελέγχοντάς αυτά τα βιβλία, το κίνημα του λογιστικού ελέγχου των πολιτών τολμά το «ανήκουστο»: Μπαίνει στην απαγορευμένη ζώνη, στα άδυτα των αδύτων του καπιταλιστικού συστήματος, εκεί όπου, εξ ορισμού, δεν γίνεται ανεκτός κανένας «παρείσακτος»!
Ταυτόχρονα όμως, έρχεται αντιμέτωπο, κατευθείαν και χωρίς καμιά διαμεσολάβηση, με το ίδιο το σύστημα καθώς του αμφισβητεί την πιο κεντρική από τις εξουσίες του: τη μονοπώληση του δικαιώματος να αποφασίζει, να παίρνει τις αποφάσεις για όλα τα σημαντικά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας! Δηλαδή, να αποφασίζει για τη μοίρα, για τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων…
Εδώ δεν πρόκειται πια ούτε για σκέτη διαφάνεια, ούτε καν για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Πρόκειται για κάτι πολύ πιο βαθύ και καίριο, για το άνοιγμα μιας πελώριας ρωγμής στο τείχος της εξουσίας που μας περικυκλώνει. Μιας ρωγμής μέσα από την οποία γίνεται δυνατό να αρχίσει να διαφαίνεται, έστω και θολά, ο «άλλος εφικτός κόσμος» του προσφιλούς χειραφετητικού οράματος των συνεταιρισμένων παραγωγών.
Συγκεκριμένα, για να εκπληρώσει τους στόχους του και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας, ένας λογιστικός έλεγχος πολιτών του δημόσιου χρέους είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να πάει πολύ πέρα από τον έλεγχο της απλής νομιμότητας αυτού του χρέους. Σπρώχνεται «ανεπαισθήτως» να μπει βαθειά μέσα στα περιφραγμένα χωράφια της καπιταλιστικής εξουσίας, να διαπράξει την υπέρτατη «ιεροσυλία» της αμφισβήτησης ακόμα και της ιερής αγελάδας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αξιολογώντας γιατί, πού και με ποια κριτήρια πήγαν τα χρήματα των δανείων, πού και πώς έγιναν οι επενδύσεις. Και αυτό αναγκάζει ντε φάκτο το κίνημα που βρίσκεται πίσω και γύρω του, δηλαδή τους μισθωτούς και τους κάθε λογής καταπιεσμένους, να επεξεργαστεί τις δικές του εναλλακτικές προτεραιότητες στη βάση της ικανοποίησης άλλων, διαμετρικά αντίθετων, κοινωνικών αναγκών!
Για παράδειγμα, η κριτική της κατασπατάλησης πόρων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας δεν εξαντλείται στην αποκάλυψη και καταγγελία της εκτεταμένης διαφθοράς που τους συνόδευσε, ούτε στην απόδοση ευθυνών για τις μίζες που μοιράσθηκαν γενναιόδωρα. Η κύρια και πιο καίρια κριτική αυτών των Ο.Α. είναι εκείνη που γίνεται στη βάση μιας άλλης, εντελώς διαφορετικής θεώρησης της κοινωνικής και περιβαλλοντικής πραγματικότητας. Εκείνης που οδηγεί στην υιοθέτηση διαμετρικά αντίθετων κοινωνικών και οικονομικών προτεραιοτήτων και άρα, ενός άλλου εφικτού κόσμου. Αντί για την κατασκευή φαραωνικών αθλητικών εγκαταστάσεων, επενδύσεις στην υγεία, στην εκπαίδευση, για την ποιοτική αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, κλπ. Αντί για το άγριο μπετονάρισμα της ήδη ασφυκτιούσας πρωτεύουσας και των κατοίκων της, γενναίες επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, αντί για τα κέρδη των πολύ λίγων, ανακούφιση των αναγκών των πάρα πολλών..
Όμως, είναι ακριβώς αυτή η αντιμετώπιση των αναγκών του εργαζόμενου πληθυσμού -αλλά και της φύσης μέσα στην οποία ζούμε και αναπαραγόμαστε- που προσφέρει τη βάση για να αρχίσει να αναδύεται όχι μόνο η αναγκαιότητα αλλά και οι γενικές γραμμές του μοντέλου μιας άλλης οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή μιας άλλης κοινωνίας! Αρχίζοντας λοιπόν με τη «ιεροσυλία» ενός απλού λογιστικού ελέγχου του χρέους, που αποκάλυψε όμως στα μάτια των πολλών πόσο γυμνός είναι ο (καπιταλιστής) βασιλιάς που μας καταδυναστεύει, η διαδικασία μετεξελίχτηκε γρήγορα σε ένα πρωτόγνωρο σχολείο στο οποίο μαθητεύουν οι «από κάτω» διαμορφώνοντας και αναπτύσσοντας τη ταξική και πολιτική τους συνείδηση, και διευρύνοντας τους ορίζοντές τους σε βαθμό που να τους ανοίγει η όρεξη να αμφισβητήσουν πια στα ίσια την ίδια την εξουσία των «από πάνω».
Όπως γίνεται φανερό ένας τέτοιος λογιστικός έλεγχος του δημόσιου χρέους δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άμεση και ενεργή συμμετοχή των «από κάτω». Για να υπάρξει, απαιτεί τη δημιουργία και ανάπτυξη ενός ενωτικού αλλά και δημοκρατικού κοινωνικού κινήματος. Αυτό όμως το κίνημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί σε βοηθητικό ρόλο, δεν μπορεί απλώς να παρακολουθεί τις εργασίες της επιτροπής λογιστικού ελέγχου κάποιων «ειδικών», όσο καλοί, αριστεροί ή ακόμα και επαναστάτες κι αν είναι αυτοί. Πρέπει να μετέχει ενεργά στη διαδικασία ελέγχου του χρέους όχι μόνο επειδή μπορεί να τη βοηθήσει αποτελεσματικά με τις ειδικές γνώσεις, τις μαρτυρίες και τις έρευνές του, αλλά κυρίως, επειδή μόνον αυτό είναι σε θέση να κρίνει και να καταγγείλει το δημόσιο χρέος στη βάση των δικών του λαϊκών προτεραιοτήτων, αναγκών, αξιών και απελευθερωτικών οραμάτων.
Ένα τέτοιο ριζοσπαστικό κίνημα για το λογιστικό έλεγχο του χρέους δεν μπορεί να είναι κάτι το αφηρημένο. Για να αποκτήσει σάρκα και οστά, πρέπει να (αυτό)οργανωθεί κατ’εικόνα και ομοίωση της ίδιας της σύγχρονης κοινωνίας. Και για γίνει αυτό, χρειάζεται να μοιάσει με ένα μεγάλο κινηματικό ποτάμι στο οποίο χύνονται πάμπολλοι διαφορετικοί ανθρώπινοι χείμαρροι. Όχι στο όνομα ενός κάποιου μεταφυσικού πλουραλισμού αλλά επειδή για να είναι ουσιαστικός, ο έλεγχος του χρέους πρέπει να γίνεται σε σχέση με τις ανάγκες των ανθρώπων και επειδή κανείς άλλος δεν μπορεί να γνωρίζει, να κρίνει, να αξιολογεί και να υπερασπίζεται καλύτερα τις ανάγκες π.χ. των γυναικών από το ίδιο το μαχόμενο φεμινιστικό κίνημα, των αγροτών από τους ίδιους τους φτωχούς αγρότες, των νέων από τη κινητοποιημένη νεολαία, των καταναλωτών από τους οργανωμένους καταναλωτές ή του περιβάλλοντος από τους ριζοσπάστες οικολόγους, κλπ.
Συμπέρασμα: ένας αληθινός και αποτελεσματικός έλεγχος του δημόσιου χρέους απαιτεί την ύπαρξη ενός ισχυρού κινήματος στο οποίο συναντώνται τα ιδιαίτερα κινήματα ενάντια στο χρέος (και στα μέτρα λιτότητας) των διαφόρων, μικρών και μεγάλων, κοινωνικών κατηγοριών και άλλων ευαισθησιών του καταπιεσμένου από το κεφάλαιο μισθωτού πληθυσμού. Δηλαδή, ενός κινήματος που λαβαίνοντας υπόψη τις πολλαπλές ιδιότητες του σημερινού μισθωτού (όχι μόνο παραγωγός αλλά και καταναλωτής, χρήστης των δημόσιων υπηρεσιών, θύμα του σεξισμού, της ενδοοικογενειακής βίας και των διακρίσεων φύλου, θύμα της κλιματικής αλλαγής και της μόλυνσης του περιβάλλοντος, κλπ) επιχειρεί τη σύνθεσή τους, χωρίς την οποία το κίνημα κομματιάζεται, διασπάται και προφανώς χάνει την χειραφετητική δυναμική του.
Να λοιπόν ένας από τους λόγους που κάνει επιτακτική την ανάγκη συνάντησης του κινήματος λογιστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους με εκείνο του «Δεν Πληρώνω». Αυτή η ανάγκη δεν πηγάζει μόνο από το γεγονός ότι και τα δυο εκφράζουν τους «από κάτω» και τις αντιστάσεις τους. Πηγάζει πρωτίστως από το γεγονός ότι πρόκειται για, από πολλές απόψεις, δίδυμα κοινωνικά κινήματα, με παρόμοιες «φιλοσοφίες» και δυναμικές, που είναι καταδικασμένα να συναντηθούν και να μπολιάσουν το ένα το άλλο αν θέλουν να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες που τους προσφέρονται. Και τα δυο δεν περιορίζονται στην παθητική κριτική του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά προχωρούν στην έμπρακτη παραβίαση της αστικής και καπιταλιστικής νομιμότητας, σηκώνοντας κεφάλι με περισσό θράσος στους ισχυρούς και στο σύστημά τους. Και ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επέκταση και γενίκευση του καλού παραδείγματός τους, προπαγανδίζοντας με τη δράση τους το αυτονόητο: Ναι, δωρεάν υγεία και μεταφορές, παιδεία, ενέργεια ή παιδικοί σταθμοί για τους μισθωτούς, τους μετανάστες, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τους ανέργους και τους κάθε λογής απόκληρους αυτού του απάνθρωπου συστήματος. Ναι, δωρεάν επειδή αυτό δεν είναι εξωπραγματική πολυτέλεια αλλά δικαίωμα των πολλών και υποχρέωση των λίγων.
Η συνάντηση και οργανική σύνδεση τέτοιων κοινωνικών κινημάτων όχι μόνο πολλαπλασιάζει την αξιοπιστία και τη δύναμή τους, αλλά κάνει δυνατό και κάτι πολύ πιο σημαντικό: εθίζει την κοινωνία των «από κάτω» στην ιδέα ότι αυτοί οι ίδιοι δεν είναι αιώνια καταδικασμένοι να υπακούουν μοιρολατρικά στα κελεύσματα των αφεντάδων τους. Ότι όχι μόνο είναι σε θέση να αμφισβητήσουν συλλογικά αυτά τα αφεντικά και την εξουσία τους αλλά και ότι δεν είναι πια αδιανόητο ακόμα και…να την αντικαταστήσουν με τη δικιά τους!
Η διαδικασία λογιστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους από τη κινητοποιημένη κοινωνία μπορεί να αποτελέσει ένα μεγάλο σχολείο για τους εργαζομένους/ες καθώς τους προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να προσεγγίσουν και να κατανοήσουν «από τα μέσα» ζητήματα που τους είναι μόνιμα απρόσιτα και απαγορευμένα, όπως η λειτουργία του αστικού Κράτους, η εθνική και παγκόσμια οικονομία της αγοράς ή οι διεθνείς σχέσεις και θεσμοί. Παίζοντας όμως αυτό τον παιδαγωγικό του ρόλο, το μεγάλο σχολείο του ελέγχου των βιβλίων του Κράτους από τους μισθωτούς και τις οργανώσεις τους συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της ταξικής και αντικαπιταλιστικής συνείδησής τους καθώς ξεδιπλώνει μια δυναμική ανάλογη με εκείνη του εργατικού ελέγχου. Μια δυναμική που καταλήγει να οπλίσει τους εργαζόμενους, και γενικότερα τα θύματα του νεοφιλελευθερισμού, με τη θέληση να αμφισβητήσουν την τυραννία του κεφαλαίου και να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους.
Οι δίδυμες δυναμικές των δυο ελέγχων δεν μπορούν όμως να κρύψουν τις καθόλου αμελητέες διαφορές που τους χωρίζουν, Πράγματι, την ώρα που ο εργατικός έλεγχος ανοίγει τα βιβλία του εργοδότη, ο έλεγχος του δημόσιου χρέους κάνει φύλο και φτερό τα βιβλία του Κράτους. Έτσι, ενώ ο ένας (εργατικός έλεγχος) ξεκινάει από τα κάτω για να πάει προς τα πάνω, ο άλλος (έλεγχος του χρέους) αρχίζει από τα πάνω για να πάει προς τα κάτω. Με άλλα λόγια, ο καθένας τους τελειώνει εκεί που αρχίζει ο άλλος…
Αν λοιπόν επιδίωξη και συνάμα ζητούμενο του εργατικού ελέγχου, που αρχίζει στο εργοστάσιο, στην επιχείρηση και στον κάθε τόπο εργασίας, είναι να κάνει τους μισθωτούς να θέσουν το ζήτημα του ελέγχου τους έξω από το χώρο δουλειάς, γενικεύοντάς τον στο επίπεδο όλης της κοινωνίας και του Κράτους, συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο με το λογιστικό έλεγχο του χρέους: Ξεκινώντας από το Κράτος και το χρέος του, επιδιώκει να κάνει τους εργαζόμενους/ες -και όλους τους καταπιεσμένους- να γενικεύσουν την εμπειρία τους και να επιβάλλουν τον έλεγχό τους στους τόπους δουλειάς, στη παραγωγή, αλλά και οπουδήποτε αλλού υφίστανται τη κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση.
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για ένα «νεωτερισμό» που είναι γνήσιο τέκνο των (νεοφιλελεύθερων) καιρών μας, και που δεν έχει ακόμα κινήσει το ενδιαφέρον της αριστεράς και των επιτελείων της. Το γεγονός δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: λείπουν οι πρακτικές εμπειρίες λογιστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους από μέρους των «από κάτω», και μάλιστα στον πλανητικό Βορρά, που μόνον αυτές μπορούν να θεμελιώσουν τη θεωρητική αναζήτηση για τη βαθύτερη ανάλυση και κατανόηση του «φαινομένου». Απομένει όμως, το άμεσο ζητούμενο που δεν είναι άλλο από το πώς και τι πρέπει να γίνει για να κάνει η δυναμική του λογιστικού ελέγχου του χρέους την αντίστροφη διαδρομή από εκείνη του εργατικού ελέγχου: να «κατέβει» στη βάση της κοινωνίας, στους τόπους δουλειάς, και να απλωθεί σε όλη τη παραγωγική διαδικασία!
Αναμένοντας λοιπόν την ετυμηγορία της πράξης των «από κάτω», για ένα πράγμα μπορούμε ήδη να είμαστε βέβαιοι: απέναντι σε ένα διεθνή –προ πολλού- οργανωμένο, πάνοπλο και συντονισμένο ταξικό αντίπαλο και με δεδομένη τόσο την ακραία διεθνοποίηση (παγκοσμιοποίηση) της καπιταλιστικής οικονομίας όσο και την ίδια την «πολυεθνική» φύση και πραγματικότητα του δημόσιου χρέους, η αναζήτηση από μέρους του κινήματος ελέγχου αυτού του χρέους εταίρων, συμμάχων και συναγωνιστών εκτός των εθνικών συνόρων αποτελεί μια προϋπόθεση καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία του. Δυο είναι οι άμεσες συνέπειες αυτής της διαπίστωσης: Κατ’αρχήν, οποιοσδήποτε αγώνας για τον έλεγχο και την ακύρωση του δημόσιου χρέους που δεν γίνεται στο όνομα και στη βάση των, πέρα από εθνικά σύνορα, κοινών (ταξικών) συμφερόντων των «από κάτω» είναι καταδικασμένος στην αποτυχία. Κατόπιν, οποιαδήποτε αντιπαράθεση αποκλειστικά και μόνο με τους ξένους πιστωτές και τα ξένα διευθυντήρια, στο όνομα μιας κάποιας «αντίστασης στη ξένη κατοχή» της χώρας, δεν είναι μόνον εντελώς αναποτελεσματική αλλά και συνιστά μια αληθινή σκιαμαχία που παίζει το παιχνίδι της ιερής συμμαχίας ξένων και ντόπιων δυναστών μας. Απέναντι στη τόσο συγκεκριμένη και χειροπιαστή διεθνή του κεφαλαίου, δεν αντιπαρατάσσουμε τον πατριωτισμό αλλά το έμπρακτο διεθνισμό μας.
Το καλό είναι ότι όλα αυτά πρέπει αλλά και μπορούν σήμερα να αποκτήσουν σάρκα και οστά, να μετουσιωθούν άμεσα σε ένα πρακτικό διεθνισμό μάχης. Ο λόγος απλός: οι λαοί στην Ευρώπη -αλλά σίγουρα και πέρα από αυτήν, στην απέναντι ακτή της Μεσογείου όπου μαίνεται η αραβική επανάσταση!- όχι μόνο βράζουν πια όλοι τους στο ίδιο καζάνι του εκβιαστικού δημόσιου χρέους και των απάνθρωπων σχεδίων λιτότητας αλλά και αισθάνονται όλο και πιο έντονη την ανάγκη να συνεργαστούν και να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στον κοινό ταξικό εχθρό τους. Τρανή απόδειξη το γεγονός ότι μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι δείχνουν να συμμερίζονται τη διαπίστωση ότι δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία στο εσωτερικό των εθνικών τους συνόρων. Ότι απαιτείται, εδώ και τώρα, να κάνουν και οι λαοί της Ευρώπης (δυτικής και ανατολικής) ακριβώς ό,τι κάνουν οι κυβερνήτες τους, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ και το πλούσιο θεσμικό και τιμωρητικό τους οπλοστάσιο: να συντονιστούν και να δράσουν από κοινού στη βάση ενός κοινού στρατηγικού σχεδίου. Σε τελευταία ανάλυση, οι «από πάνω» κάνουν καλά τη δουλειά τους, ώρα είναι να κάνουν και οι «από κάτω» τη δική τους!…
* Το παραπάνω είναι το εισαγωγικό κείμενο στο βιβλίο των E. Toussaint, M.L. Fatorelli, Cadtm, Jubilee South «Ανοίγουμε τα βιβλία του χρέους - Τι είναι και πώς γίνεται ο λογιστικός έλεγχος του δημόσιου χρέους» (σελ. 167, εκδόσεις Αλέξάνδρεια)