Featured

18 Ιουνίου 2011

Κέντρο ενάντια σε Περιφέρεια στην ΕΕ

του Eric Toussaint

Cadtm-Eric2Από το 1980 μέχρι το 2004, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν αρκετά δημοφιλής στα μάτια μεγάλου μέρους του πληθυσμού των ενδιαφερόμενων χωρών. Οι Πορτογάλοι, Έλληνες και Ισπανοί πολίτες αντιλαμβάνονταν τη συμμετοχή της χώρας τους στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τόσο ως εγγύηση δημοκρατικής σταθερότητας καθώς έβγαιναν από μια δικτατορική περίοδο (1) όσο και ως χειροπιαστή δυνατότητα βελτίωσης των συνθηκών ζωής (οι μεταφορές πόρων από τις πλουσιότερες χώρες της ΕΕ προς τα νέα μεσογειακά μέλη ήταν σημαντικές κατά τα πρώτα χρόνια) (2). Η ένταξη στην Ευρωζώνη των ίδιων χωρών στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 είχε επίσης τη λαϊκή συμπάθεια επειδή συνδυάστηκε με μιαν αύξηση της κατανάλωσης, που βέβαια χρηματοδοτήθηκε με δάνεια.

Όσον αφορά τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, σημειώθηκε ένα παρόμοιο φαινόμενο: εγγύηση δημοκρατικής σταθερότητας, ελπίδα για ορισμένες μεταφορές πόρων, δυνατότητα να μετακινείσαι μέσα στην Ένωση, ακόμα και να βρίσκεις καλύτερα αμειβόμενη εργασία στη δύση και πρόσβαση στις πιστώσεις για να χρηματοδοτείται η κατανάλωση. Ωστόσο, ήδη από τα χρόνια του 2000, τα μεταφερθέντα ποσά από τις πιο πλούσιες χώρες προς τις οικονομίες των νέων μελών μειώθηκαν δραστικότατα και ορισμένοι παραγωγικοί τομείς, ειδικά στον αγροτικό χώρο, επλήγησαν πολύ σκληρά από τον ανταγωνισμό των πολύ πιο εκβιομηχανισμένων και ανταγωνιστικών αγροτοεπιχειρήσεων του δυτικού τμήματος της Ευρώπης.

Τα χρόνια 2008-2010 αποτελούν μια καμπή στο πώς αντιλαμβάνονται οι ευρωπαϊκοί λαοί την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από εκεί που την έβλεπαν θετικά, τώρα σημαντικά τμήματα του πληθυσμού την βλέπουν έντονα αρνητικά. Η συσσώρευση μέτρων νεοφιλελεύθερης έμπνευσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο όνομα της προώθησης του περίφημου «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού» συνδυαζόμενη, από το 2009-2010, με τη κρίση του ευρώ και τις πολύ μεγάλες συνέπειες της οικονομικής κρίσης έπαιξαν το ρόλο τους.

 

Ένα Κέντρο και μια Περιφέρεια μέσα στη ΕΕ

 

Η ιεραρχική σχέση που υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο με ένα Κέντρο που το αποτελούν οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία (η Τριάδα) και μια Περιφέρεια αποτελούμενη από τις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» χώρες έχει το αντίγραφό της στους κόλπους των 27 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Κέντρο αποτελείται από τις ισχυρότερες χώρες, με πρώτες τη Γερμανία και τη Γαλλία, καθώς και από άλλες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και το παλιό Μπενελούξ (Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο). Η Περιφέρεια που υποτάσσεται στις επιλογές αυτού του ηγεμονικού Κέντρου αποτελείται κυρίως από χώρες του Νότου και της Ανατολής της Ευρώπης, χωρίς να ξεχνάμε την Ιρλανδία που βρίσκεται στη δύση. Στο πιο στενό επίπεδο των 16 χωρών της Ευρωζώνης (3), το ίδιο φαινόμενο γέννησε, από τη στιγμή που κάποιες χώρες έκαναν γνωστές τις δυσκολίες τους, το αγγλικό ακρωνύμιο PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία), που προκάλεσε σκανδαλώδη ρατσιστικά λογοπαίγνια.

Η άρνηση της ΕΕ να αναπτύξει πραγματικές κοινές πολιτικές για να βοηθήσει τα νέα μέλη να μειώσουν τα οικονομικά τους μειονεκτήματα σε σχέση με το Κέντρο συνέβαλε πολύ στη δημιουργία δομικών διαφορών ζημιογόνων για τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Στη διάρκεια των 10 τελευταίων ετών, η Γερμανία (αλλά και η Ολλανδία και η Αυστρία) ακολούθησε μια νεομερκαντιλίστικη πολιτική: πέτυχε να αυξήσει τις εξαγωγές της ειδικά μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη συμπιέζοντας τους μισθούς των εργαζομένων της Γερμανίας. Στη Γερμανία, το Σεπτέμβρη του 2010, 7,3 εκατομμύρια εργαζόμενοι δεν είχαν παρά ένα μικρο-επάγγελμα μερικής απασχόλησης με αμοιβή 400 ευρώ το μήνα (5). Κέρδισε λοιπόν σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους εταίρους της και ειδικά με τις χώρες σαν και την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Πορτογαλία καθώς και τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία (που δεν μετέχουν στην Ευρωζώνη). Αυτές είδαν το εμπορικό έλλειμμά τους με τη Γερμανία και άλλες χώρες του Κέντρου να ανοίγει ή και να βαθαίνει. Τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών πληρωμών αυτών των χωρών είναι η άλλη όψη των πλεονασμάτων του Κέντρου, και ειδικά της Γερμανίας. Αυτά τα ελλείμματα, που μπορεί να αντιστοιχούν σε χρηματοπιστωτικά ελλείμματα του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα, πρέπει να καλυφθούν από εξωτερικές συμβολές: από χρέη (δηλαδή δάνεια) ή ξένες επενδύσεις. Το έλλειμμα του τρέχοντος ισοζυγίου οφείλεται κυρίως στα ιδιωτικά ελλείμματα, που χρηματοδοτούνται στη πλειοψηφία τους από δάνεια τραπεζών του Κέντρου μια και οι επενδύσεις ήταν σχετικά πενιχρές (εκτός από τη περίπτωση της Ισπανίας) ή αντισταθμίστηκαν από σημαντικές εκροές κεφαλαίων με τη μορφή επαναπατρισμού των κερδών από τις πολυεθνικές που έχουν κάνει επενδύσεις. Να γιατί σε μερικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσέχικη Δημοκρατία) οι επαναπατρισμοί κερδών (εκροές κεφαλαίων) ήταν μεγαλύτεροι από τις επενδύσεις (εισροές κεφαλαίων) (6).

Χοντρικά, το χρέος των χωρών της Περιφέρειας οφείλεται κυρίως στη συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα στο πλαίσιο της ΕΕ. Ανίκανοι να ανταγωνιστούν το Κέντρο, οι ιδιωτικοί τομείς καταχρεώθηκαν στις τράπεζες του Κέντρου αλλά και σε εσωτερικούς πράκτορες, καθώς η οικονομία αυτών των χωρών χρηματιστικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά από την υιοθέτηση του ευρώ. Η κατανάλωση γνώρισε μια έκρηξη σε αυτές τις χώρες και σε μερικές από αυτές (Ισπανία, Ιρλανδία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία) αναπτύχθηκε μια φούσκα ακινήτων που κατάληξε να εκραγεί.

Τα όλο και υψηλότερα επιτόκια που πληρώνουν οι χώρες της Περιφέρειας για τα νέα δάνεια που συνάπτουν μετά από το ξέσπασμα της κρίσης θα αυξήσουν το στράγγισμα κεφαλαίων που πάνε από τη Περιφέρεια προς το Κέντρο (οι ιδιωτικοί χρηματοπιστωτικοί θεσμοί στο Κέντρο που αγοράζουν τους τίτλους του χρέους που εκδίδουν οι χώρες της Περιφέρειας ή οι κυβερνήσεις του Κέντρου που μετέχουν στα «σχέδια βοήθειας» δανείζοντας χρήμα με επιτόκιο 5,2% στη περίπτωση της Ελλάδας). Η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστρία για παράδειγμα δανείζονται με 2% και δανείζουν με 5,2%. Πρόκειται για μια πράξη εξαιρετικά επικερδή. Οι χρηματαγορές απαιτούν επιτόκια διπλά ή τριπλά σε σχέση με το 2007-2008 και τα δανειζόμενα ποσά είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Το χρήμα που δανείζεται από τις χώρες του Κέντρου στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία ή στη Πορτογαλία ξαναφεύγει προς τις ιδιωτικές τράπεζες των χωρών του Κέντρου που δανείζουν με 10% ή και παραπάνω. Υπάρχει όντως μια αποστράγγιση πόρων που πηγαίνουν από τη Περιφέρεια προς το Κέντρο.

Εξάλλου, εξαιτίας των πλεονεκτημάτων στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας και άλλων χωρών του Κέντρου σε σχέση με τις χώρες της Περιφέρειας, γίνεται μια αποστράγγιση και μέσω των εμπορικών συναλλαγών σύμφωνα με το μηχανισμό της ανισόμερης ανταλλαγής που περιγράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο: «Τα κεφάλαια τα τοποθετημένα στο εξωτερικό εμπόριο μπορούν να παράσχουν υψηλότερο επιτόκιο, επειδή ανταγωνίζονται τα εμπορεύματα που οι άλλες χώρες δεν παράγουν με τις ίδιες διευκολύνσεις, έτσι ώστε η πιο προχωρημένη χώρα να πουλάει τα εμπορεύματά της πάνω από την αξία τους, παρόλο που είναι φτηνότερα από τις ανταγωνίστριες χώρες. (…) Η ίδια κατάσταση μπορεί να υπάρξει απέναντι σε μια χώρα από την οποία εισάγουμε και προς την οποία εξάγουμε εμπορεύματα. Αυτή η χώρα μπορεί να παρέχει σε είδος περισσότερη υλοποιημένη εργασία από όση δέχεται και ωστόσο να δέχεται εμπορεύματα φτηνότερα από όσο θα μπορούσε να τα παράγει η ίδια» (7).

 

Να ιδρύσουμε δημοκρατικά μια άλλη Ευρωπαϊκή Ένωση βασισμένη στην αλληλεγγύη

 

Πολλές διατάξεις των συνθηκών που διέπουν Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωζώνη και την ΕΚΤ πρέπει να καταργηθούν. Για παράδειγμα, πρέπει να καταργηθούν τα άρθρα 63 και 125 της συνθήκης της Λισαβόνας που απαγορεύουν κάθε έλεγχο των κινήσεων των κεφαλαίων και κάθε βοήθεια σε ένα Κράτος που έχει δυσκολίες. Πρέπει επίσης να εγκαταλείψουμε το Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Πέρα από αυτά, πρέπει να αντικαταστήσουμε τις παρούσες συνθήκες με νέες στο πλαίσιο μιας πραγματικής δημοκρατικής συντακτικής διαδικασίας ώστε να καταλήξουμε σε ένα σύμφωνο αλληλεγγύης των λαών για την απασχόληση και την οικολογία.
Πρέπει να αναθεωρήσουμε ολοκληρωτικά τη νομισματική πολιτική καθώς και το καθεστώς και τη πρακτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ανικανότητα της πολιτικής εξουσίας να αναγκάσει την ΕΚΤ να δημιουργήσει νόμισμα αποτελεί ένα πολύ βαρύ μειονέκτημα. Δημιουργώντας αυτή την ΕΚΤ πάνω από τις κυβερνήσεις και άρα τους λαούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε μια καταστροφική επιλογή, εκείνη της υποταγής του ανθρώπινου παράγοντα στην οικονομία, αντί για το αντίστροφο.

Μια Ευρώπη βασισμένη στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία θα επιτρέψει να γυρίσουμε τη πλάτη στον ανταγωνισμό και το συναγωνισμό, που μας τραβούν «προς τα κάτω». Η νεοφιλελεύθερη λογική οδήγησε στη κρίση και αποκάλυψε την αποτυχία της. Έσπρωξε τους κοινωνικούς δείκτες στο κατήφορο: λιγότερη κοινωνική προστασία, λιγότερες θέσεις εργασίας, λιγότερες δημόσιες υπηρεσίες. Οι λίγοι που επωφελήθηκαν από αυτή τη κρίση το έκαναν ποδοπατώντας τα δικαιώματα της πλειοψηφίας των άλλων. Οι ένοχοι κέρδισαν, τα θύματα πληρώνουν! Αυτή η λογική, που διέπει όλα τα ιδρυτικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτο και καλύτερο το Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, πρέπει να καταπολεμηθεί: δεν μπορεί πια να σταθεί. Μια άλλη Ευρώπη βασισμένη στη συνεργασία μεταξύ Κρατών και στην αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, πρέπει να γίνει κατά προτεραιότητα στόχος μας.

 

Σημειώσεις:

(1). Καθεστώτα του Σαλαζάρ και Καετάνο (1933-1974) στη Πορτογαλία, δικτατορία του Φράνκο (1939-1975) στην Ισπανία, δικτατορία των Ελλήνων συνταγματαρχών (1967-1974).

(2). Η ευρωπαϊκή ένταξη ήταν καθαρά λιγότερο δημοφιλής στις πλούσιες χώρες του βορρά της Ευρώπης (Μεγάλη Βρετανία, σκανδιναβικές χώρες).

(3). Η Ευρωζώνη δημιουργήθηκε το 1999 από έντεκα χώρες: Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ισπανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία. Προστέθηκαν κατόπιν, η Ελλάδα το 2001, η Σλοβενία το 2007, η Κύπρος και η Μάλτα το 2008, η Σλοβακία το 2009 και η Εσθονία το 2011.

(4). Στα αγγλικά «pigs» σημαίνει «γουρούνια».

(5). Frederic Lemaitre στη «Le Monde», 17 Μαΐου 2011

(6). Ozlem Onaran, «Fiscal Crisis in Europe or a Crisis of Distribution?», Department of Economics, SOAS

(7). Καρλ Μαρξ, 3ο Βιβλίο, επανέκδοση Gallimard, La Pléiade, 1963, σελ. 1021.