Κομμουνισμός*
Ο όρος "κομμουνισμός" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή από τον Γάλλο δικηγόρο Etiénne Cabet στα τέλη της δεκαετίας του 1830, για να ορίσει ένα συγκεκριμένο οικονομικό δόγμα (ή καθεστώς), καθώς και ένα πολιτικό δόγμα που επιδίωκε να εισαγάγει ένα τέτοιο καθεστώς. Τα έργα του, και ειδικά η ουτοπία L'Icarie, άσκησαν επιρροή στην εργατική τάξη του Παρισιού πριν από την επανάσταση του 1848. Το 1840 διοργανώθηκε στο Παρίσι το πρώτο "κομμουνιστικό συμπόσιο" - τα συμπόσια και οι ομιλίες σε συμπόσια ήταν μια συνηθισμένη μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας υπό τη μοναρχία του Ιουλίου. Ο όρος διαδόθηκε γρήγορα, έτσι ώστε ο Καρλ Μαρξ μπόρεσε να τιτλοφορήσει ένα από τα πρώτα του πολιτικά άρθρα της 16ης Οκτωβρίου 1842 Der Kommunismus und die Augsburger Allgemeine Zeitung. Παρατήρησε ότι ο "κομμουνισμός" ήταν ήδη ένα διεθνές κίνημα, που εκδηλωνόταν στη Βρετανία και τη Γερμανία εκτός από τη Γαλλία, και εντόπισε την προέλευσή του στον Πλάτωνα. Θα μπορούσε επίσης να είχε αναφερθεί στις αρχαίες εβραϊκές αιρέσεις και στα πρώιμα χριστιανικά μοναστήρια.
Στην πραγματικότητα, ορισμένοι από τους λεγόμενους "ουτοπικούς σοσιαλιστές", κατά πρώτο λόγο ο Γερμανός Weitling (Βάιτλινγκ), αυτοαποκαλούνταν κομμουνιστές και διέδωσαν την επιρροή του νέου δόγματος στους Γερμανούς πλανόδιους τεχνίτες σε όλη την Ευρώπη, καθώς και στους πιο μόνιμα εγκατεστημένους βιομηχανικούς εργάτες της Ρηνανίας. Υπό την επιρροή του Μαρξ και του Ένγκελς, η Ένωση των Δίκαιων (Bund des Gerechten) που είχαν δημιουργήσει, άλλαξε το όνομά της σε Κομμουνιστική Ένωση το 1846. Η Λίγκα ζήτησε από τους δύο νεαρούς Γερμανούς συγγραφείς να συντάξουν μια διακήρυξη αρχών για την οργάνωσή τους. Η διακήρυξη αυτή θα εμφανιστεί τον Φεβρουάριο του 1848 με τον τίτλο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, και θα κάνει τις λέξεις "κομμουνισμός" και "κομμουνιστές" διάσημες σε όλο τον κόσμο.
Ο κομμουνισμός, από εκεί και πέρα, ορίζει ταυτόχρονα, τόσο μια κοινωνία χωρίς περιουσία, χωρίς ιδιοκτησία - είτε ιδιωτική είτε εθνικοποιημένη - των μέσων παραγωγής, χωρίς εμπορευματική παραγωγή, χωρίς χρήμα και κρατικό μηχανισμό χωριστό και ανεξάρτητο από τα μέλη της κοινότητας, όσο και το κοινωνικοπολιτικό κίνημα για να φτάσουμε σε αυτή την κοινωνία. Μετά τη νίκη της ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917, το κίνημα αυτό τείνει να ταυτίζεται σε γενικές γραμμές με τα κομμουνιστικά κόμματα και την Κομμουνιστική Διεθνή (ή τουλάχιστον με ένα "διεθνές κομμουνιστικό κίνημα"), αν και υπάρχει μια μικρή μειοψηφία κομμουνιστών, εμπνευσμένη από τον Ολλανδό αστρονόμο Πάνεκουκ (Pannekoek) - που είναι εχθρική προς κάθε είδους κομματική οργάνωση (είναι οι λεγόμενοι "συμβουλιακοί κομμουνιστές", Rätekommunisten).
Οι πρώτες απόπειρες να φτάσουμε σε μια κομμουνιστική κοινωνία (αφήνοντας κατά μέρος τις πρώιμες, μεσαιωνικές και πιο σύγχρονες χριστιανικές κοινότητες) έγιναν στις Ηνωμένες Πολιτείες τον 19ο αιώνα, μέσω της δημιουργίας μικρών αγροτικών οικισμών που βασίζονταν στη συλλογική ιδιοκτησία, την οργανωμένη από κοινού εργασία και την πλήρη απουσία χρήματος εντός των ορίων τους. Από αυτή την άποψη, διέφεραν ριζικά από τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς που προωθούσε για παράδειγμα ο Άγγλος βιομήχανος και φιλάνθρωπος Robert Owen. Ο ίδιος ο Weitling δημιούργησε μια τέτοια κοινότητα, που σημαδιακά ονομάστηκε Communia. Αν και γενικά ιδρύθηκαν από μια επιλεγμένη ομάδα οπαδών που μοιράζονταν κοινές πεποιθήσεις και συμφέροντα, αυτές οι αγροτικές κοινότητες δεν επιβίωσαν για πολύ μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Η πλησιέστερη σύγχρονη προέκταση αυτών των πρώιμων κομμουνιστικών οικισμών είναι τα κιμπούτζ στο Ισραήλ.
Αρκετά γρήγορα, και σίγουρα μετά την εμφάνιση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο κομμουνισμός συνδέθηκε λιγότερο με μικρές κοινότητες που δημιουργήθηκαν από ηθικά ή πνευματικά επιλεγμένες ελίτ, και περισσότερο με το γενικό κίνημα χειραφέτησης της σύγχρονης εργατικής τάξης, αν όχι στο σύνολό της, τουλάχιστον στην πλειοψηφία της, που περιλάμβανε επιπλέον τις κύριες χώρες (σε πλούτο και πληθυσμιακά) του κόσμου. Στη μείζονα θεωρητική πραγματεία των νεότερων χρόνων τους, τη Γερμανική Ιδεολογία, ο Μαρξ και ο Ένγκελς δήλωναν με έμφαση:
« Εμπειρικά ο κομμουνισμός είναι δυνατός μόνο ως η πράξη των κυρίαρχων λαών ταυτόχρονα και «μεμιάς», πράγμα που προϋποθέτει την οικουμενική ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και της συναφούς με αυτήν παγκόσμιας συναλλαγής....Το προλεταριάτο δεν μπορεί λοιπόν παρά να υπάρχει με κοσμοϊστορικό τρόπο, όπως και ο κομμουνισμός, η πράξη του, δεν μπορεί παρά να είναι εν γένει δεδομένη ως «κοσμοϊστορική» ύπαρξη »·
Και, νωρίτερα στο ίδιο απόσπασμα:
« Αυτὴ ἡ ἀνάπτυξη τῶν παραγωγικῶν δυνάμεων. (ποὺ ἡ ἴδια συνεπάγεται τὴν πραγματικὴ ἐμπειρική ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων στὸ ἐπίπεδο τῆς παγκόσμιας ιστορίας, και όχι σε τοπικό επίπεδο), είναι μια απολύτως αναγκαία πραγματική προϋπόθεση, γιατί χωρίς αυτήν η στέρηση θα γινόταν απλώς γενική, και με τη φτώχεια θα ξανάρχιζε ο αγώνας για τα αναγκαία, και θα αναπαράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές ... (1845-6, σ. 49) ».
Αυτή η επιχειρηματολογία επαναλαμβάνεται σήμερα από τους περισσότερους ορθόδοξους μαρξιστές (κομμουνιστές), οι οποίοι βρίσκουν σε αυτήν μια εξήγηση για το τι "πήγε στραβά" στη Σοβιετική Ρωσία, μόλις αυτή απομονώθηκε σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον ως αποτέλεσμα της ήττας της επανάστασης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες την περίοδο 1918-23. ‘Ομως, πολλά "επίσημα" κομμουνιστικά κόμματα εξακολουθούν να εμμένουν στην ιδιαίτερη εκδοχή του κομμουνισμού του Στάλιν, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί με επιτυχία η οικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού σε μία μόνο χώρα ή σε ένα μικρό αριθμό χωρών.
Ο ριζοσπαστικός και διεθνής ορισμός της κομμουνιστικής κοινωνίας που έδωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς οδηγεί αναπόφευκτα στην προοπτική μιας μετάβασης (μεταβατικής περιόδου) μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού. Πρώτα ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κυρίως στα γραπτά τους για την Παρισινή Κομμούνα - Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία - και στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα (του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος), και ο Λένιν αργότερα - ειδικά στο βιβλίο του Κράτος και Επανάσταση - προσπάθησαν να δώσουν τουλάχιστον μια γενική περιγραφή του πώς θα ήταν αυτή η μετάβαση. Αυτή η σκιαγράφηση επικεντρώνεται στις ακόλουθες ιδέες:
Το προλεταριάτο, ως η μόνη κοινωνική τάξη που αντιτίθεται ριζικά στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και, επίσης, ως η μόνη τάξη που έχει δυνητικά τη δύναμη να παραλύσει και να ανατρέψει την αστική κοινωνία, καθώς και την τάση για συλλογική συνεργασία και αλληλεγγύη που είναι οι κινητήριες δυνάμεις της οικοδόμησης του κομμουνισμού, κατακτά την πολιτική (κρατική) εξουσία. Χρησιμοποιεί αυτή την εξουσία ("τη δικτατορία του προλεταριάτου") για να κάνει όλο και πιο "δεσποτικές παρεμβάσεις" στα πεδία της ατομικής ιδιοκτησίας και της ιδιωτικής παραγωγής, αντικαθιστώντας τα με συλλογική και συνειδητά (σχεδιασμένη) οργανωμένη παραγωγή, που στρέφεται όλο και περισσότερο προς την άμεση ικανοποίηση των αναγκών. Αυτό συνεπάγεται τον σταδιακό μαρασμό της οικονομίας της αγοράς.
Ωστόσο, η δικτατορία του προλεταριάτου, όντας το εργαλείο της πλειοψηφίας για να ελέγχει μια μειοψηφία, δεν χρειάζεται ένα βαρύ μηχανισμό δημοσίων υπαλλήλων πλήρους απασχόλησης και σίγουρα κανένα βαρύ μηχανισμό καταστολής. Πρόκειται για ένα κράτος « sui generis », ένα κράτος που αρχίζει να μαραίνεται από την ίδρυσή του, δηλαδή που αρχίζει να μεταβιβάζει όλο και περισσότερες από τις παραδοσιακές κρατικές λειτουργίες σε αυτοδιοικητικά όργανα των πολιτών, στην κοινωνία στο σύνολό της. Αυτός ο μαρασμός του κράτους συμβαδίζει με τον σημαντικό μαρασμό της εμπορευματικής παραγωγής και του χρήματος, συνοδεύοντας έναν γενικό μαρασμό των κοινωνικών τάξεων και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δηλαδή της διαίρεσης της κοινωνίας μεταξύ διοικητών και διοικούμενων, μεταξύ "αφεντικών" και "διαφεντευόμενων".
Αυτό το όραμα της μετάβασης προς τον κομμουνισμό ως μιαςουσιαστικά εξελικτικής διαδικασίας έχει προφανώς προϋποθέσεις: ότι οι χώρες που ακολουθούν αυτό το δρόμο έχουν ήδη ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ανάπτυξης (εκβιομηχάνιση, εκσυγχρονισμός, υλικός πλούτος, απόθεμα υποδομών, επίπεδο δεξιοτήτων και πολιτισμού του λαού κ.λπ. ), που δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ότι η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας υποστηρίζεται από την πλειοψηφία του πληθυσμού (δηλαδή ότι οι μισθωτοί αντιπροσωπεύουν ήδη τη μεγάλη πλειοψηφία των παραγωγών και ότι έχουν περάσει το κατώφλι ενός απαραίτητου επιπέδου σοσιαλιστικής πολιτικής ταξικής συνείδησης). Ότι η διαδικασία περιλαμβάνει τις μεγάλες χώρες του κόσμου.
Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν και οι κύριοι μαθητές και ομοϊδεάτες τους, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι, ο Ότο Μπάουερ, ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, ο Μπουχάριν κ.ά. - παρεμπιπτόντως και ο Στάλιν μέχρι το 1928 - διέκριναν διαδοχικά στάδια της κομμουνιστικής κοινωνίας: το κατώτερο στάδιο, που γενικά αποκαλείται "σοσιαλισμός", στο οποίο δεν θα υπήρχε ούτε εμπορευματική παραγωγή ούτε τάξεις, αλλά στο οποίο η πρόσβαση του ατόμου στο ταμείο κατανάλωσης θα εξακολουθούσε να μετριέται αυστηρά με βάση την ποσοτική εισροή εργασίας του, η οποία αξιολογείται σε ώρες εργασίας. Και ένα ανώτερο στάδιο, που γενικά αποκαλείται "κομμουνισμός", στο οποίο θα ίσχυε η αρχή της ικανοποίησης των αναγκών για όλους, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ακριβή μέτρηση της παρεχόμενης εργασίας. Ο Μαρξ καθόρισε αυτή τη βασική διαφορά μεταξύ των δύο σταδίων του κομμουνισμού στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, και σε πολλά άλλα. Αναπτύχθηκε επίσης εκτενώς στο Κράτος και Επανάσταση του Λένιν.
Υπό το φως αυτών των αρχών, είναι σαφές ότι καμία σοσιαλιστική ή κομμουνιστική κοινωνία δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο σήμερα. Είναι δυνατό να μιλάμε για "πραγματικά υπαρκτό σοσιαλισμό" σήμερα, μόνο αν εισάγουμε ένα νέο, "αναγωγικό" ορισμό της σοσιαλιστικής κοινωνίας, που ταυτίζεται μόνο με την κατά κύριο λόγο εθνικοποιημένη ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό. Αυτό είναι προφανώς διαφορετικό από τον ορισμό του σοσιαλισμού στις κλασικές μαρξιστικές γραφές. Το κατά πόσο ένας τέτοιος νέος ορισμός είναι θεμιτός ή όχι υπό το φως της ιστορικής εμπειρίας είναι θέμα πολιτικής και φιλοσοφικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα από το να διαπιστωθεί αν οι ριζοσπαστικοί χειραφετητικοί στόχοι που προβάλλονται από τους ιδρυτές του σύγχρονου κομμουνισμού έχουν υλοποιηθεί σε αυτές τις πραγματικά υπαρκτές κοινωνίες ή όχι. Αυτό προφανώς δεν ισχύει.
* The New Palgrave : ένα λεξικό της οικονομικής επιστήμης / επιμέλεια: John Eatwell ; Murray Milgate ; Peter Newman. - 1. - Λονδίνο [κ.λπ.] :Macmillan, 1987. XXXI, 949 σελ. "Κομμουνισμός", Ernest Mandel, σελ. 512-513.