Το «παρασύνταγμα» του μνημονίου και ο άλλος δρόμος, του Γ. Κατρούγκαλου
Α. Νέο «παρασύνταγμα» – νέα εθελοδουλεία;
Με τον όρο «παρασύνταγμα» περιγράφεται στην ελληνική συνταγματική ιστορία το σύνολο των μετεμφυλιακών νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων κατά των ατομικών δικαιωμάτων που ήταν μεν αντίθετα στο ισχύον, τότε, Σύνταγμα του 1952, εφαρμόζονταν όμως παράλληλα με αυτό, με επίκληση της ανάγκης απόκρουσης του φαντάσματος του κομμουνιστικού κινδύνου. Τα δύο μνημόνια «Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και «Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» του ν. 3845/ 2010, όπως συνεχώς αναθεωρούνται, με την «εκτελεστική» τους μεταγενέστερη νομοθεσία, ουσιαστικά αποτελούν ένα νέο «παρασύνταγμα», γιατί η εφαρμογή τους προϋποθέτει αναγκαστικά τον παραμερισμό πολλών θεμελιωδών ρυθμίσεων του οικονομικού – και όχι μόνον – συντάγματος, ενόψει μιας νέας εκδοχής κατάστασης ανάγκης: της αποφυγής της χρεωκοπίας.
Μάλιστα, η έκταση και η ένταση των επεμβάσεων που επιφέρει η βίαιη αυτή αναπροσαρμογή του ελληνικού οικονομικού συστήματος, σε συνδυασμό με την έξωθεν επιβολή της, δικαιολογεί απολύτως τον ισχυρισμό του Κουκιάδη ότι επιχειρείται να επιβληθεί «δίκαιο κατεχόμενης χώρας». Πράγματι, η ασφυκτική δέσμευση της κυβερνητικής πολιτικής από τις προβλέψεις των μνημονίων, συνιστά περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας πολύ χειρότερο από αυτόν του διεθνούς οικονομικού ελέγχου που είχε επιβληθεί στη χώρα μετά την πτώχευση της το 1893. (Για την ακρίβεια, μάλιστα, ο τότε διεθνής οικονομικός έλεγχος δεν επιβλήθηκε το 1893, αλλά το 1897, μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μόνον τότε έγινε αναγκαστικά δεκτή η επιβολή του ελέγχου, ως αναπόδραστη δηλαδή αποδοχή συντριπτικής στρατιωτικής ήττας, σε συνδυασμό με τις πολεμικές αποζημιώσεις).
Δύο είναι οι κύριες υπερασπιστικές γραμμές της νομικής αυτής «κατοχής»: Η χειρότερη από αυτές, ακραίο δείγμα εθελοδουλίας, ψελλίζει ότι μας χρειάζονταν οι ξένοι για να συμμαζέψουμε τα του οίκου μας, μια που αποδείξαμε με την οικονομική χρεοκοπία μας την πολιτική ανωριμότητά μας. Δεν μπορεί να γίνει συζήτηση σε επίπεδο συνταγματικού δικαίου με το επιχείρημα αυτό, γιατί η προβολή του και μόνον συνιστά άρνηση της δημοκρατικής αρχής, που αποτελεί το θεμέλιο του σύγχρονου συνταγματισμού. Επί του πραγματικού, περιορίζομαι να αναφέρω το αυτονόητο: η ουσία των πολιτικών του μνημονίου δεν αφορά το (αναντίρρητα αναγκαίο) συμμάζεμα του πελατειακού κράτους, αλλά την άρδην ανατροπή των θεμελίων του κοινωνικού κράτους και την απορρύθμιση του εργατικού δικαίου. Η αντισυνταγματικότητα των πολιτικών αυτών σκιαγραφείται, παρακάτω, στην παράγραφο Β του άρθρου αυτού.
Το άλλο επιχείρημα είναι πιο πειστικό, γιατί αφενός εμφανίζεται ουδέτερο και πραγματιστικό, αφετέρου αξιοποιεί ψυχολογικά το απόλυτο όπλο του φόβου. Οι απολογητές του μας λένε ότι όσο αποκρουστικές και εάν οι είναι οι πολιτικές αυτές, αποτελούν μονόδρομο. Και ρωτούν προκλητικά: Τι θέλετε, τέλος πάντων, τη χρεοκοπία της χώρας; Πώς αλλιώς θα πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, αν δυσαρεστήσουμε τους κυρίους και αφέντες μας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας; Η θέση αυτή υπόρρητα αποδέχεται την αντισυνταγματικότητα των υπό κρίση ρυθμίσεων, ουσιαστικά όμως επικαλείται μια ιδιόρρυθμη κατάσταση ανάγκης για να δικαιολογήσει την επιβολή τους. Θα επιχειρήσω την αντίκρουση του κλίματος των απόψεων αυτών στην παράγραφο Γ του άρθρου, όπου παρουσιάζεται ο άλλος δρόμος που δείχνει το διεθνές δίκαιο και η εμπειρία των χωρών που ξέφυγαν από τον φαύλο κύκλο του ελέγχου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Β. Η αντισυνταγματικότητα των μνημονιακών πολιτικών
Β-1 Αντισυνταγματική η μη κύρωση των μνημονίων και των δανειακών συνθηκών
Η πρώτη μείζων παραβίαση συνταγματικού κανόνα αφορά τη μη κύρωση από τη Βουλή των σχετικών δανειακών συμβάσεων με το ΔΝΤ και την ΕΕ. Κατά το άρθρο 36 § 2 του Συντάγματος, «οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει». Οι υπό κρίση συμφωνίες ή συμβάσεις δανεισμού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας εντάσσονται αναμφισβήτητα στις πιο πάνω περιπτώσεις.
Μάλιστα, ενόψει του ότι η εφαρμογή τους αυτονοήτως συνιστά, εν τοις πράγμασι, σημαντικότατους περιορισμούς της κρατικής κυριαρχίας, αν και τυπικά δεν υφίσταται παραχώρηση αρμοδιοτήτων στο ΔΝΤ, πιστότερο στο πνεύμα του Συντάγματος θα ήταν οι σχετικές συμβάσεις να υπαχθούν στην § 2 του άρθρου 28 και να κυρωθούν με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
Αντιθέτως, μέχρι σήμερα, οι σχετικές συμβάσεις δεν έχουν έρθει προς κύρωση στη Βουλή ούτε καν με την τακτική νομοθετική διαδικασία. Ο νόμος 3845/2010 που συμπεριλαμβάνει ως παραρτήματα τα δύο αρχικά μνημόνια, ήτοι το «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» και το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής», δημοσιεύθηκε στις 6/5/2010, ενώ η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης μεταξύ αφενός της Ελληνικής Δημοκρατίας ως δανειολήπτη και αφετέρου των κρατών μελών της Ευρωζώνης και του ΚfW ως δανειστών συνάφθηκε μετά την δημοσίευση του νόμου, στις 8/5/2010. Μεταγενέστερα αποδέχθηκε και το διοικητικό όργανο του ΔΝΤ την «Επιστολή Προθέσεων» (Letter of Intent) της Ελληνικής Κυβέρνησης με την αποδοχή της οποίας συνάφθηκε η σχετικά σύμβαση με αυτό. Συνεπώς, τόσο το αρχικό, όσο και το πρόσφατο τροποποιημένο μνημόνιο δεν έχουν κυρωθεί σύμφωνα με τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία.
(Είναι αλήθεια ότι το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι οι δανειακές συμβάσεις που συνάπτει δεν αποτελούν διεθνή σύμβαση, αλλά μονομερείς πράξεις του ιδίου, στο πλαίσιο του Καταστατικού του. Ο προφανής λόγος είναι να μην απαιτείται η διαδικασία της κύρωσης, ώστε να αποφεύγεται η «ενοχλητική» δημόσια συζήτηση στα εθνικά κοινοβούλια. Άλλωστε, η εφαρμογή των επιταγών του ΔΝΤ δεν εξαρτάται από την δεσμευτική εφαρμογή κανόνων σύμβασης, αλλά από την ανάγκη του κράτους για χρηματοδότηση. Η άποψη αυτή δεν γίνεται δεκτή από το μεγαλύτερο τμήμα της θεωρίας του διεθνούς δικαίου, εφόσον οι εν λόγω συμφωνίες -“Stand-by agreements”- ως αμφιμερώς δεσμευτικές, έχουν χαρακτήρα διεθνούς σύμβασης.)
Το ιστορικό της αντισυνταγματικής αυτής παράλειψης έχει ως εξής: Αρχικά, με το άρθρο πρώτο παράγραφος 4 του ν. 3845/2010, παρασχέθηκε στον Υπουργό Οικονομικών η εξουσιοδότηση να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο και να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνία ή σύμβαση δανεισμού, διμερή ή πολυμερή, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη - μέλη της ζώνης του ευρώ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εφαρμοστεί το πρόγραμμα του «μηχανισμού στήριξης». Προβλέφθηκε δε, επίσης, ότι τα εν λόγω μνημόνια, συμφωνίες και συμβάσεις θα εισάγονται στη Βουλή για κύρωση. Στη συνέχεια, όμως, με το άρθρο μόνο § 9 του νόμου 3847/2010 προβλέφθηκε ότι τα διεθνή αυτά κείμενα θα εισάγονται στην Βουλή όχι για «κύρωση», αλλά απλώς για «συζήτηση» και «ενημέρωση», ως εάν η Βουλή να ήταν λέσχη συζητήσεων. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο νόμος, κατ’ ευθεία παράβαση του άρθρου 36 § 2 του Συντάγματος, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Οικονομικών να συνάψει τη μόνη δεσμευτική, από πλευράς διεθνούς και συνταγματικού δικαίου, σύμβαση με το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης χωρίς κύρωση από τη Βουλή.
Περαιτέρω, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι παρέλκει η κύρωση, με το επιχείρημα ότι οι σχετικές ρυθμίσεις αποτελούν απόρροια των υποχρεώσεων που έχουμε από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το επιχείρημα αυτό είναι εντελώς αβάσιμο, δεδομένου ότι κεντρική ιδέα της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η αδυναμία νομικής ανάληψης ευθύνης για δημόσιο χρέος μιας χώρας από άλλην ή την Ένωση. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και η προαναφερθείσα δανειακή σύμβαση δεν συνάφθηκε με την κοινοτική διαδικασία, αλλά αποτελεί διεθνή σύμβαση μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, ως ανεξαρτήτων κρατών, και της Ελλάδας. Άλλωστε, εάν υπήρχε σχετική βάση στις Συνθήκες, δεν θα χρειαζόταν η αποφασισθείσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2010 αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας για το σχηματισμό του πάγιου μηχανισμού στήριξης.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση, παλινωδώντας, έχει καταθέσει, από τις 4.6.2010 νομοσχέδιο στη Βουλή για την κύρωση της δανειακής σύμβασης, που δεν έχει ακόμη συζητηθεί. Τούτο όμως δεν έγινε για να γίνει σεβαστή η επιταγή του άρθρου 36 § 2 του Συντάγματος, αλλά η επιταγή των δανειστών μας, για την μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση των απαιτήσεων τους. (Απόδειξη για αυτό αποτελεί το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν έρχεται για συζήτηση στη Βουλή, αν και μεσολάβησε ήδη η υπογραφή από τον Υπουργό Οικονομικών τριών «επικαιροποιημένων» μνημονίων.)
Η εν λόγω σύμβαση ορίζει ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό και αρμόδιο δικαστήριο, κατ’ αποκλειστική δικαιοδοσία, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις του οποίου θα είναι πλήρως δεσμευτικές και άμεσα εκτελεστές. Το βασικότερο: Σύμφωνα με το άρθρο 14 § 5 «ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει δεσμευτικό δίκαιο» (mandatory law)». Η σύμβαση αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, συνιστά de facto εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.
Το χειρότερο είναι ότι αποσκοπεί στο να θωρακίσει τους δανειστές μας απέναντι στο μοναδικό νομικό όπλο που έχει απομείνει στη χώρα μας: σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες που προχώρησαν σε επαναδιαπραγμάτευση του χρέους τους, το ελληνικό δημόσιο χρέος διέπεται κατά 90% των σχετικών κεφαλαίων από το ελληνικό δίκαιο. Αυτό δίνει την δυνατότητα σε μια ελληνική κυβέρνηση που θα επιθυμούσε να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους αποπληρωμής του (που αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική έξοδο από την κρίση) να το πράξει με μονομερή, κυριαρχική της πράξη. Με την υπαγωγή του στο αγγλικό δίκαιο αυτή η δυνατότητα περιορίζεται σοβαρά.
Και τούτο διότι η νομική ασυλία (immunité juridictionnelle) των κρατών έχει ήδη κωδικοποιηθεί στην Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την δικαστική ασυλία των Κρατών και των περιουσιακών τους στοιχείων. Αναφέρεται τόσο στην ειδική δωσιδικία (αδυναμία παραπομπής κράτους ενώπιον δικαστή άλλου κράτους, immunité ) όσο και στην απαγόρευση κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων. Γενικά η σύμβαση διακρίνει ανάμεσα σε απλές εμπορικές δραστηριότητες των κρατών (jure gestionis) για τις οποίες δεν απολαμβάνουν ασυλίας και κυριαρχικές δραστηριότητες τους (jure imperii), για τις οποίες ισχύει το αντίθετο. Είναι αλήθεια ότι είναι γνωστοί στο διεθνές δίκαιο και όροι άρσης της ασυλίας (waiver of immunity clause), που μπορούν να συμφωνηθούν συμβατικά μεταξύ των κρατών και των δανειστών τους. Αυτοί, όμως, αφορούν κυρίως στην αναγνώριση δικαιοδοσίας άλλων, πλην των εθνικών δικαστηρίων και όχι την επιβολή αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης. Το αγγλικό δίκαιο και συγκεκριμένα η State Immunity Act του 1978 θεωρεί ρητά ότι τα δάνεια που συνάπτουν τα κράτη έχουν εμπορικό χαρακτήρα, για το λόγο αυτό δε ορίσθηκε ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό.
Οι σημαντικότερες, όμως, παραβιάσεις της συνταγματικής τάξης είναι οι επεμβάσεις του ν. 3845/2010 στο ουσιαστικό οικονομικό σύνταγμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την πρόβλεψη της § 9 του άρθρου Δεύτερου, η εφαρμογή των μέτρων που υιοθετεί πρέπει να κινείται «στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου». Ενδεχόμενη αντίθεση με το Σύνταγμα δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα τους συντάκτες του…
Β-2 Η αναπροσαρμογή του οικονομικού συντάγματος σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση
Οι πολιτικές του μνημονίου επιχειρούν μια βίαιη αναπροσαρμογή του οικονομικού συντάγματος της χώρας σε μια νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, σε αντίθεση με βασικές θεμελιώδεις διατάξεις του. Ως γνωστό, το «οικονομικό σύνταγμα» προσδιορίζει θεσμικά το οικονομικό σύστημα μιας χώρας και οροθετεί τις νομικές σχέσεις κράτους, αγοράς και πολίτη ως φορέα οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στα ευρωπαϊκά κοινωνικά κράτη –σε αντίθεση με το αγγλοσαξονικό πρότυπο- και στο πλαίσιο του συγκερασμού της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει την οικονομική πολιτική εντός των ορίων του συστήματος της ελευθερίας της αγοράς, με σεβασμό όμως στις κοινωνικές προτεραιότητες που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους.
Αυτό, με απλά λόγια σημαίνει ότι ο νομοθέτης έχει ευρύ περιθώριο να επιλέξει οποιαδήποτε οικονομική πολιτική επιθυμεί, αρκεί να κινείται εντός δύο απαγορευμένων άκρων: του σοσιαλισμού (με την έννοια της κοινωνικής – όχι ατομικής – ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής) και του πλήρως αρρύθμιστου, φιλελεύθερου καπιταλισμού τύπου της προ New Deal εποχής. Οι κρίσιμες διατάξεις για τον προσδιορισμό του ελληνικού οικονομικού Συντάγματος είναι αφ’ενός αυτές των άρθρων 5 § 1 και 17 (προστασία της οικονομικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας), ως προς την καθιέρωση της παραδοσιακής καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και των συναφών με αυτή ελευθεριών, και αφ’ ετέρου οι νέες διατάξεις των άρθρων 21, 22, 25 § 1, 2 και 4, 106 και 17 § 1 του Συντάγματος.
Με τις τελευταίες τούτες ρυθμίσεις αφ’ ενός προσδόθηκε λειτουργικός χαρακτήρας στα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας και αναγνωρίσθηκε ο παρεμβατικός, ρυθμιστικός ρόλος της πολιτείας, με τη ρητή καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους. Αφ’ ετέρου ανήχθησαν σε συνταγματικούς σκοπούς η οικονομική ανάπτυξη -υποταγμένη όμως στην υπηρεσία της ανθρώπινης αξίας- η κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, αλλά και τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα.
Στο πλαίσιο της ισορροπίας μεταξύ των πιο πάνω αντίρροπων αρχών, η οικονομική ελευθερία και η ιδιοκτησία δεν κατέχουν πλέον το κέντρο του συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων. Όπως γράφει και ο Σταθόπουλος, το Σύνταγμα αναφέρεται μόνον έμμεσα στην οικονομική ελευθερία σαν μία εκδήλωση των ελευθεριών του ατόμου, εκδήλωση μάλιστα μειωμένης σημασίας σε σχέση με τις άλλες ελευθερίες. Περαιτέρω, η αρχή του κοινωνικού κράτους δεσμεύει την δημόσια εξουσία, κυρίως τη νομοθετική, αλλά και την δικαστική και την εκτελεστική, προς την κατεύθυνση της πραγμάτωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας. Έτσι, οι γενικοί στόχοι της κοινωνικής πολιτικής ανυψώνονται σε συνταγματικό επίπεδο, για να εξειδικευθούν στη συνέχεια στα επί μέρους συνταγματικά κοινωνικά δικαιώματα.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναπόφευκτη από την ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση «ερμηνεία του ελληνικού οικονομικού Συντάγματος υπό το φως του κοινοτικού δικαίου» δεν μπορεί να φτάσει ως το σημείο να καταργήσει τη θεμελιώδη αρχή του κοινωνικού κράτους ή βασικά θεμελιώδη συστατικά του οικονομικού συντάγματος, όπως τα κοινωνικά δικαιώματα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευθέως αντίθετο στη δημοκρατική αρχή, που επιβάλει ο επαναπροσδιορισμός των κρατικών θεμελιωδών αρχών να ανάγεται, τελικά, σε απόφαση του κυρίαρχου Λαού.
Στη συνέχεια εξετάζονται οι επιμέρους παραβιάσεις του οικονομικού συντάγματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων από τις πολιτικές του μνημονίου.
Β-2.1 Απορρύθμιση του εργατικού δικαίου και αντισυνταγματικοί περιορισμοί της συλλογικής αυτονομίας
Δυνάμει της θεμελιώδους ρύθμισης της § 2 του άρθρ. 22, η συλλογική διαπραγµάτευση αποτελεί τον κύριο ρυθµιστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων, κατά περιορισμό της παντοδυναμίας του νομοθέτη, με αποτέλεσμα όρος συλλογικής σύµβασης εργασίας να μην μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί µε τυπικό νόµο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται σχετικά, ότι µε την ανωτέρω συνταγματική διάταξη «περιωρίσθη η υπό το κράτος των προγενεστέρων συνταγμάτων αναγνωριζόμενη παντοδυναμία του νομοθέτου» και ότι µε αυτή «τίθεται φραγµός εις την παντοδυναμία του νομοθέτου κατά τη ρύθμισιν των εν λόγω θεμάτων, ούτως ώστε να καθίσταται αντίθετος προς την συνταγµατικήν ταύτην διάταξιν η άσκησις της νοµοθετικής αρµοδιότητας κατά τρόπο άγοντα εις πλήρη αποδυνάµωσιν του θεσµού». Ειδικότερα, για τις αποδοχές των εργαζοµένων, η Ολοµέλεια δέχθηκε ότι ο καθορισµός των αποδοχών τους «δεν µπορεί να γίνει από το νόµο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συµβάσεως».
Η αρχή αυτή παραβιάστηκε πολλαπλά από τις μνημονιακές πολιτικές. Αρχικά, με το άρθρο Τρίτο του ν. 3845/2010 προβλέφθηκε σειρά ρυθμίσεων για την μείωση των αποδοχών όχι μόνον των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα. Στη συνέχεια, με το ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» μειώθηκαν ξανά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού του δημόσιου τομέα, μέχρι το 25% των πάσης φύσεως αποδοχών, με την πρόβλεψη, μάλιστα, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας. Με το Άρθρο 13 του νόμου προβλέφθηκε νέα μορφή συλλογικής σύμβασης, η Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Με τη σύμβαση αυτή οι αποδοχές και οι θεσμικοί όροι σε μια επιχείρηση είναι στο εξής δυνατόν να είναι δυσμενέστεροι από αυτές της οικείας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Η φυσιολογική κατάληξη της βίαιης αυτής απορρύθμισης είναι η βαθμιαία εγκατάλειψη των γενικότερων συλλογικών ρυθμίσεων υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας. Όλα αυτά προοιωνίζονται μια ταχύτατη πορεία επιδείνωσης των υφιστάμενων προστατευτικών συλλογικών ρυθμίσεων, εφόσον είναι προφανές ότι στο επιχειρησιακό επίπεδο η διαπραγματευτική ισχύς της εργασίας είναι πολύ μικρότερη από εκείνην της εργοδοτικής πλευράς.
Είναι, περαιτέρω, σαφές ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις αποτελούν σημαντικό περιορισμό της συλλογικής αυτονομίας, όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα αλλά και από τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 87, 98 και 154 (για τον ιδιωτικό τομέα) και 78, 154 και 151 (για το δημόσιο). Οι εν λόγω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις επιτάσσουν τον διακανονισµό των όρων απασχόλησης µε διαπραγµατεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόµενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αµεροληψίας. Επίσης, τα άρθρα 6 και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη κατοχυρώνουν με ανάλογο τρόπο το δικαίωµα αυτό.
Περαιτέρω, με τα άρθρα 14 και 15 του ν. 3899/ 2010 επανακαθορίστηκε ο ρόλος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και της διαιτησίας. Στο εξής η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στον καθορισμό αποκλειστικά βασικού ημερομισθίου ή/και βασικού μισθού. Ο περιορισμός αυτός είναι συνταγματικά προβληματικός. Το άρθρο 22 § 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Συνεπώς, κατά το Σύνταγμα, δεν μπορούν να απομένουν αρρύθμιστες οι συλλογικές διαφορές, τόσο ως προς τα οικονομικά, όσο και ως προς τα θεσμικά ζητήματα. Για το λόγο αυτό, προβλέφθηκε ως ultimum refugium σε περίπτωση αδυναμίας συμφωνίας μεταξύ των μερών η διαιτησία, ως ιδιόμορφη παρανομοθετική, κανονιστική λειτουργία.
Με τις προβλέψεις του ν. 3899/2010 η λειτουργία αυτή δεν επιτελείται πλέον στο σύνολο της. Εάν καταγγελθούν οι υφιστάμενες συλλογικές ρυθμίσεις και η διαπραγμάτευση των μερών δεν καταλήξει σε νέες ρυθμίσεις εντός των προσεχών έξη μηνών, μετά τη λήξη της μετενέργειας των θεσμικών όρων αυτοί θα πάψουν να ισχύουν. Συνεπώς, η εργοδοτική πλευρά θα είναι σε θέση σε κάθε περίπτωση να υποβαθμίσει τους υφιστάμενους θεσμικούς όρους μέχρι του ύψους αυτών της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Περαιτέρω, εφόσον η διαπραγμάτευση για τη σύναψη Κανονισμών Εργασίας δεν θα μπορεί πλέον να καταλήγει σε διαιτησία, είναι φανερό ότι στο μέλλον αυτοί θα συνάπτονται μονομερώς από την εργοδοσία.
Γενικότερα, φαίνεται να ανατρέπεται η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στην δεκαετία του 1990 για τον εξορθολογισμό της ρύθμισης των συλλογικών διαφορών, με την θέσπιση νέο-κορπορατιστικών θεσμών, όπως ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) προς μια καθαρά, πλέον, νέο-φιλελεύθερη κατεύθυνση πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας.
Τούτο επιβεβαιώνεται με τον πιο πανηγυρικό τρόπο από τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 3899/2010, με το οποίο ρυθμίζονται τα θέματα μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ευελιξίας και της άρσης των υφιστάμενων εγγυήσεων υπέρ της εργασίας. Στο εξής, με μονομερή απόφαση του εργοδότη, ο μερικώς απασχολούμενος έχει υποχρέωση να παράσχει πρόσθετη εργασία πέρα από τη συμφωνηθείσα. Με όμοια απόφαση μπορεί να επιβάλλεται σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης σε όλη την επιχείρηση. Τέλος, ο νόμος ενθαρρύνει την «ανακύκλωση» των νέων εργαζομένων και την απόλυση τους χωρίς αποζημίωση, προβλέποντας ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα μήνες, οπότε και μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης.
Β-2.2 Άλλες παραβιάσεις του οικονομικού συντάγματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων
Ιδιαίτερα προβληματικές συνταγματικά είναι οι ρυθμίσεις του άρθρου Δεύτερου του νόμου 3845/2010 σχετικά με τον ελάχιστο νόμιμο μισθό, όπως κατοχυρώνεται με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Κατ’ αρχάς προβλέπεται στην § 7 η δυνατότητα απόκλισης από τον ελάχιστο νόμιμο μισθό βάσει των προβλέψεων κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών σσε. Η ρύθμιση αυτή είναι οριακής συνταγματικότητας, αφενός ενόψει της κατοχύρωσης από το άρθρο 22 § 1 του Συντάγματος δίκαιων συνθηκών εργασίας, αφετέρου – και κυρίως – λόγω της κατοχύρωσης στην ίδια διάταξη της ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 22 §§ 1 και 2 λειτουργεί όχι μόνον ως κατευθυντήρια διάταξη αλλά και ως γνήσιο υποκειμενικό δικαίωμα που κατοχυρώνει δίκαιες, ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας. Δίκαιες συνθήκες εργασίας είναι αυτές που εξασφαλίζουν το σεβασμό της ανθρώπινης αξίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και σε ανταπόκριση με το οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στη χώρα. Συμπεριλαμβάνουν την απαίτηση για ένα αξιοπρεπή μισθό και ένα λογικό ωράριο εργασίας. Ενόψει των παραπάνω, η κατάργηση, ουσιαστικά, του κατώτατου νόμιμου μισθού φαίνεται να προσκρούει στις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές.
Με τις προβλέψεις αυτές ο ελάχιστος μισθός παύει να επιτελεί την προστατευτική λειτουργία του, σε ευθεία αντίθεση με τις σχετικές προβλέψεις της δσε 98 και 154, όπως ερμηνεύονται από τα αρμόδια όργανα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Αυτή επιμένει ιδιαίτερα στη σημασία που έχει ο ελάχιστος μισθός «ως σταθερό σημείο αγκυροβόλησης, που υποστηρίζει την ζήτηση και αμβλύνει τις εμπορικές πιέσεις».
Πρόδηλα αντισυνταγματική και αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο είναι, εξάλλου, η ρύθμιση της § 9 ε, η οποία προβλέπει ότι με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να καθορίζεται ημερομίσθιο για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών που εισέρχονται στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά, κατώτερο από αυτό που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η εν λόγω ρύθμιση είναι, κατ’ αρχάς, ευθέως αντίθετη στο δεύτερο εδάφιο του άρ. 22 § 1Σ, που παρέχει στον εργαζόμενο δικαίωμα να αξιώσει ίση αμοιβή για ίση εργασία, εφόσον οι εν λόγω νέοι θα πληρώνονται λιγότερο για ίδια εργασία.
Είναι, όμως, και αντίθετη στις ρυθμίσεις των Οδηγιών 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, που απαγορεύουν κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης και ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού». Ακόμη εντονότερα προβλήματα συνταγματικότητας (αλλά και αντίθεσης με τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 87, 98 και 154) παρουσιάζουν οι διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 9 του ν. 3863/2010, που εξαιρούν από την εφαρμογή του εργατικού δικαίου τους νέους 15-18 ετών που συνάπτουν συμβάσεις μαθητείας.
Περαιτέρω, με την § 8 του άρθρου Τρίτου του ν. 3845/2010 επεκτείνονται οι ανωτέρω περιορισμοί και περικοπές αποδοχών και στις ατομικές συμβάσεις εργασίας. Ο νόμος είναι, επί του προκειμένου, αντίθετος στην ελευθερία των συμβάσεων, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος. Κατά τη νομολογία: «Με την ελευθερία των συµβάσεων, δεν συµβιβάζεται καταρχήν, µεταγενέστερη επέµβαση του νοµοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία των συµβάσεων προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγµατος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και κατά τις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της εθνικής οικονοµίας. Για τους ίδιους λόγους, δεδομένου ότι οι διαιτητικές αποφάσεις συνταγματικά εξομοιώνονται με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είναι αντισυνταγματικές και οι ρυθμίσεις του άρθρου 51 του μεταγενέστερου ν. 3871/2010, που ορίζουν ότι οι διαιτητικές αποφάσεις που χορηγούν μισθολογικές αυξήσεις για τα έτη 2010 και 2011 είναι ανίσχυρες και ανεφάρμοστες.
Οι εν λόγω περικοπές κατά πάσα πιθανότητα προσκρούουν και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, που κατοχυρώνει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα" και ειδικότερες απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Παρόμοιας φύσης είναι και τα ενοχικά δικαιώματα επί του μισθού τα οποία απορρέουν από την εργασιακή σχέση, όπως και οι νόμιμες προσδοκίες απαιτήσεων, όπως είναι και αυτές που απορρέουν από ΣΣΕ.
Τέλος, με τον ν. 3863/2010 για τον ιδιωτικό τομέα και το ν. 3865/2010 για το δημόσιο εφαρμόστηκαν οι κατευθύνεις του μνημονίου και στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Η νέα θεσμική γεωμετρία που επιβάλλουν οι εν λόγω νόμοι χαρακτηρίζεται από τη διχοτόμηση της σύνταξης σε «βασική» και σε «αναλογική». «Βασική» είναι η σύνταξη ύψους 360 Ευρώ, που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές, αλλά χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Δεν την λαμβάνουν μόνον οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, που έχουν θεμελιώσει ασφαλιστικό δικαίωμα, αλλά και οι ανασφάλιστοι, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. Η αναλογική σύνταξη είναι ανάλογη με τις ασφαλιστικές εισφορές, οι προϋποθέσεις χορήγησης της όμως είναι ιδιαίτερα δυσμενέστερες των όσων ισχύουν σήμερα και οδηγεί σε συντάξεις πολύ χαμηλότερες από τις καταβαλλόμενες. Ιδιαίτερα προβληματική από συνταγματικής πλευράς είναι η διαφαινόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 37 § 2 και 39 του νόμου 3863/2010 απόσυρση του Κράτους από τη συνταγματική του υποχρέωση να εγγυάται τις ασφαλιστικές παροχές και το ασφαλιστικό σύστημα στο σύνολο του ως θεσμική εγγύηση. Τούτο συνιστά ευθεία παραβίαση του άρθρου 22 § 5 του Συντάγματος..
Γ- Υπάρχει άλλος δρόμος;
Ήδη αναφέρθηκε στην εισαγωγή του άρθρου αυτού, ότι το φάσμα της χρεοκοπίας της χώρας και της επιγενόμενης αδυναμίας να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις αποτελεί το –φαινομενικά- απόλυτο επιχείρημα όσων υποστηρίζουν τις πολιτικές του μνημονίου. Πάσχει όμως τόσο νομικά, όσο και πραγματολογικά: Από νομική άποψη, τα κράτη δεν χρεοκοπούν όπως οι ιδιωτικές εταιρείες. Δεν ρευστοποιείται η περιουσία τους, ώστε να αποδοθεί στους δανειστές τους, ούτε εξαφανίζονται από το νομικό κόσμο, επειδή δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τα χρέη τους. Όταν αντιμετωπίζουν κατάσταση ανάγκης, κηρύσσουν στάση πληρωμής, με μονομερή κυριαρχική τους πράξη.
Από την άλλη μεριά, αυτό που δεν είναι δυνατό είναι να πληρώνουμε ταυτόχρονα μισθούς, συντάξεις και τους διεθνείς δανειστές μας. Ακόμη και ο προϋπολογισμός που είχε καταθέσει το Υπουργείο Οικονομικών τον Οκτώβριο του 2010 αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές, δεδομένου ότι προέβλεπε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, με μοναδική πηγή ελλείμματος την ικανοποίηση του δημόσιου χρέους.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το μνημόνιο δεν χαλαρώνει την ασφυκτική πίεση του δημόσιου χρέους στην οικονομία, αλλά διαχρονικά την επιτείνει in extremis. Αν όλα πάνε «καλά», σύμφωνα με τις αποδοχές του ίδιου του μνημονίου, το χρέος από το 119% του ΑΕΠ που βρισκόταν το Μάιο του 2010, εγγίζει ήδη το 150% και θα εκτιναχθεί το 2013, τελευταίο έτος του Προγράμματος Στήριξης, μεταξύ του 150% και 177% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι ενώ σήμερα το χρέος εξυπηρετείται από το 5% περίπου του ΑΕΠ μετά τη «σωτηρία» μας από τις πολιτικές του μνημονίου θα χρειαστεί να δαπανούμε για το σκοπό αυτό τουλάχιστον το 9% του ΑΕΠ, ή πάνω από το 20% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει δυνατότητα διαχείρισης χρέους αυτού του μεγέθους, όποιοι και να είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης. Εξίσου προφανές είναι ότι οι μόνοι κερδισμένοι από τον διακανονισμό αυτό είναι οι ιδιώτες δανειστές μας, κυρίως γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, οι οποίοι έχουν την ευκαιρία να ξεπουλήσουν τώρα τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους. Άλλωστε, η συζητούμενη επιμήκυνση της αποπληρωμής απλώς θα παρατείνει την αγωνία της ελληνικής οικονομίας, η οποία θα είναι καταδικασμένη σε αργό θάνατο, λόγω της αναπόφευκτης οικονομικής αναιμίας διαρκείας: Η αντικυκλική πολιτική ακραίας λιτότητας και η αφαίμαξη του ενός πέμπτου του προϋπολογισμού για την εξυπηρέτηση του χρέους οδηγεί μοιραία σε αυτό που αποκαλούν οι αγγλοσάξονες death spiral, μια συνεχή πορεία συρρίκνωσης της οικονομίας και του εισοδήματος των εργαζομένων, χωρίς ελπίδα διεξόδου. Η ύφεση της οικονομίας, που συνεπάγονται αναπόφευκτα οι πολιτικές ακραίας λιτότητας, οδηγούν στην καταστροφή ακόμη και του ήδη συσσωρευμένου παραγωγικού κεφαλαίου, πράγμα που αποκλείει την ανάπτυξη. Και χωρίς ανάπτυξη, είναι αδύνατον να υπάρξουν πλεονασματικοί προϋπολογισμοί.
Από πλευράς διεθνούς δικαίου, σε παρόμοιες καταστάσεις ανάγκης, υπάρχει απάντηση. Έτσι την είχε διατυπώσει ενώπιον του Μόνιμου Διεθνούς Δικαστηρίου το 1938, μετά την πτώχευση του 1934, ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Κράτους: «Όταν τα κράτη βαρύνονται με υποχρεώσεις έναντι των οφειλετών τους, τις οποίες δεν μπορούν να εκπληρώσουν παράλληλα με τις υποχρεώσεις τους έναντι του λαού τους, είναι υποχρεωμένα να ικανοποιήσουν κατά προτεραιότητα τις βασικές κοινωνικές ανάγκες, έστω και με βλάβη των πιστωτών». Ανάλογη είναι και η θέση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου των ΗΕ: “το πρώτο καθήκον (του κράτους) είναι απέναντι στον εαυτό του. Η επιβίωση του αποτελεί πρωταρχικό στόχο. Τα έσοδα του ορθά αφιερώνονται στον σκοπό αυτό”. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για εφαρμογή της γνωστής αρχής salus populi suprema lex est, που διατρέχει όλους τους δικαιικούς κλάδους.
Η περίπτωση της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους της Αργεντινής εντάσσεται σε αυτό το νομικο-πολιτικό πλαίσιο. Μετά από μια απέλπιδα προσπάθεια να ικανοποιήσει τους δανειστές της και στη συνέχεια της πλήρους αποτυχίας των σχετικών προγραμμάτων του ΔΝΤ, εκδόθηκε η πράξη 25.561 της 6ης Ιανουαρίου 2002 που κήρυξε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης στην κοινωνική, οικονομική, διοικητική, οικονομική και συναλλαγματική πολιτική». Στη συνέχεια, με το Διάταγμα 256/2002 της 6ης Φεβρουαρίου του 2002 ανεστάλη η πληρωμή του εξωτερικού χρέους, με σκοπό την επαναδιαπράγματευση και την επαναδιάρθρωση του. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά διαγράφηκαν τα δύο τρίτα του αργεντινού χρέους.
Παρά την κριτική που ασκήθηκε εναντίον τους από μεγάλο τμήμα της αμερικανικής θεωρίας, οι εν λόγω πράξεις κρίθηκαν σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο από εθνικά και διεθνή δικαστήρια. Για παράδειγμα, το Διεθνές Κέντρο για την Διευθέτηση Επενδυτικών Διαφορών (International Centre for Settlement of Investment Disputes –ICSID-) το οποίο αποτελεί διαιτητικό/δικαιοδοτικό όργανο της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε απόφαση του της 3ης Οκτωβρίου 2006 επί της υπόθεσης LG&E Energy Corp κατά της Δημοκρατίας της Αργεντινής δέχθηκε ότι η τελευταία μπορούσε να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης για την περίοδο 2001 έως 2003 ως λόγο καταγγελίας σχετικής διμερούς συνθήκης με τις ΗΠΑ.
Το ιταλικό ακυρωτικό έκρινε, επίσης, ότι η εν λόγω πράξη αποτελούσε άσκηση κυριαρχικής αρμοδιότητας και ότι τα συμφέροντα της οργανωμένης από το κράτος κοινότητας έχουν απόλυτο προβάδισμα έναντι αντίθετων συμφερόντων, πράγμα που αποκλείει τον νομικό τους έλεγχο από αλλοδαπά δικαστήρια, ως acta iure imperii. Και το γερμανικό ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υφίσταται υποχρέωση του γερμανικού κράτους για προστασία δικαιωμάτων πολιτών του (Schutzpflicht) που πλήττονταν από την εν λόγω πράξη.
Συνεπώς, οι πολιτικές του μνημονίου δεν αποτελούν μονόδρομο. Φυσικά, δεν είναι στο επίπεδο του δικαίου όπου θα αναζητηθεί η διέξοδος από τα αδιέξοδα στα οποία έχει συρθεί η χώρα. Όσοι όμως θεραπεύουμε, από οποιαδήποτε θέση, τη νομική επιστήμη, έχουμε υποχρέωση να δώσουμε την δική μας μάχη. Και όχι μόνον για λόγους συνταγματικού πατριωτισμού...
* Άρθρο του Γιώργου Σ.-Π. Κατρούγκαλου, Αναπληρωτή Καθηγητή ΔΠΘ, δικηγόρου, που δημοσιεύτηκε στο Νομικό Βήμα Φεβρουαρίου 2011.