Φυσικά, όχι, Όχι και πάλι ΟΧΙ. Μαζικά, ταξικά αλλά και διεθνιστικά επειδή ο αγώνας μας είναι τόσο κοινός όσο και ο εχθρός μας. Κοινός σε όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου. Την Κυριακή 4 Ιουλίου 2015, ψηφίζουμε λοιπόν ΟΧΙ επειδή αυτό το ΟΧΙ είναι σαν τον αέρα που αναπνέουμε και την ελπίδα που μας θρέφει. ΟΧΙ για εμάς, για τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας…
Όμως, επειδή το πρόβλημα έχει βάθος και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από αυτή τη Κυριακή, το απλό αυριανό Όχι δεν αρκεί. Μας χρειάζεται καλύτερη γνώση του αντιπάλου, πολύ μεγαλύτερη δική μας προετοιμασία και κυρίως, γειωμένο στην ταξική πραγματικότητα σχέδιο ανατροπής της ΕΕ και των Θεσμών της. Για όλα αυτά και μερικά άλλα μας μιλάει στο προφητικό και τόσο επίκαιρο κείμενο που ακολουθεί (γράφτηκε το 1999!) ο Φρανσουά Βερκάμμεν. Διαβάστε το…
Γ.Μ.
Απέναντι στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Του Francois Vercammen
Μια αυταρχική διάσταση
Οι θεσμοί της ΕΕ συνιστούν μια ξεκάθαρη ρήξη με το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα που εξακολουθεί να κυριαρχεί στα εθνικά κράτη της ΕΕ. Και αυτό από τρεις απόψεις: η εκτελεστική, δικαστική, συνταγματική και νομοθετική εξουσία μονοπωλείται από την εκτελεστική (το Συμβούλιο Υπουργών και εν μέρει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) σε βάρος των οργάνων που εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν διαθέτει τις στοιχειώδεις αρμοδιότητες ενός κοινοβουλίου (νομοθετική ικανότητα και, αν χρειάζεται, και συνταγματική, επεξεργασία και ψήφιση του προϋπολογισμού, διορισμός και έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας). Ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι ανύπαρκτος.
Υπάρχει, λογικά, σχεδόν πλήρης απουσία διαφάνειας, ελέγχου και δημοσιότητας. Τα θεμελιώδη δημοκρατικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα –που υπάρχουν στο επίπεδο των κρατών-μελών- δεν έχουν μεταφερθεί στο «κοινοτικό» επίπεδο. Αυτό ισχύει επίσης και με τα συστήματα κοινωνικού ελέγχου στα οποία μετέχουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που, παρά τα ολισθήματα της συν-διοίκησης, εκφράζουν ένα κάποιο συσχετισμό δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας, καθώς και μια άμεση οργανωμένη πίεση πάνω στο κρατικό μηχανισμό και στις επιχειρήσεις. Αυτό που απομένει, στην ΕΕ ως σύνολο, στο πεδίο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του κοινωνικού ελέγχου, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στα κεκτημένα των εθνικών κρατών.
Πέρα από τους νομικούς-θεσμικούς κανόνες, υπάρχει από την αρχή και συνεχίζει να υφίσταται η πολιτική βούληση που επιδιώκει να προφυλάξει τους «ευρωπαϊκούς θεσμούς» από τη δημοκρατική και κοινωνική πίεση, και να εμποδίσει να μεταφερθούν στο ευρωπαϊκό επίπεδο τα κεκτημένα δικαιώματα καθώς και η επιρροή των εθνικών «κοινωνιών πολιτών» (ενεργός κοινή γνώμη, εργατικό, συνδικαλιστικό και κοινωνικό κίνημα, αγώνες και κινητοποιήσεις…). Με διαδοχικά προσχήματα και δικαιολογίες, η μεγάλη εργοδοσία πέρασε τις θέσεις της και πήρε μεγάλο προβάδισμα από το κοινωνικό κίνημα.
Στη βάση της ΕΕ υπάρχει λοιπόν μια διπλή εξόφθαλμη ανισορροπία:
• Δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ, από τη μια, της ισχύος της εκτελεστικής εξουσίας, και από την άλλη, των θεσμικών εργαλείων της κλασικής αστικής δημοκρατίας, καθώς και των δημοκρατικών και κοινωνικών ελευθεριών που συνδέονται με αυτήν.
• Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της καταναγκαστικής ισχύος των υπερεθνικών (οικονομικών) μέτρων που διέπουν την εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς και της νομισματικής ένωσης, και από την άλλη πλευρά, της θεσμοποιημένης απουσίας κοινωνιών και δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Αυτή η διπλή ανισορροπία είναι σύμφυτη με τη δημιουργία της ΕΕ. Καμιά «λογική» εξέλιξη δεν θα την εξαφανίσει. Αντίθετα, ορίζει τη πολιτική φύση της ΕΕ ως ημι-αυταρχική και πεφωτισμένη-δεσποτική. Ευνοεί με τη σειρά της (και παρά την περιορισμένη ανάπτυξή της) όλες τις αυταρχικές διαδικασίες που διέπουν σήμερα τις σχέσεις κράτους και κοινωνίας στις χώρες-μέλη της ΕΕ.
Αυτή η ημι-αυταρχική εξέλιξη των δομών της ΕΕ αντικατοπτρίζει την υπό εξέλιξη συνταγματική διαδικασία, που είναι και αυτή αυταρχική, αδιαφανής και μυστική. Καταρχήν, επειδή το Δικαστήριο και το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ φτιάχνουν συνεχώς νόμους που διαμορφώνουν τις συνταγματικές πτυχές. Κατόπιν, επειδή οι συνθήκες της ΕΕ δίνουν έτσι κι αλλιώς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (δηλαδή στη συνάθροιση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων) μια συνταγματική εξουσία τα όρια της οποίας είναι η δικιά τους πολιτική βούληση και οι σύμφυτες αντιφάσεις της ΕΕ.
Έτσι, ενώ καταδεικνύεται η γενική κατεύθυνση της διαδικασίας, η πραγματική διαμόρφωση της εξουσίας (οι θεσμοί, ο ρόλος τους…), οι μελλοντικοί στόχοι, τα μέσα για την επίτευξή τους και οι χρησιμοποιούμενες διαδικασίες παραμένουν ενσυνείδητα συσκοτισμένες.
Η ΕΕ δεν έχει ως αποστολή της να γίνει ένα ολοκληρωμένο υπερεθνικό κράτος, με μορφή κάπως ανάλογη εκείνης των εθνικών αστικών κρατών. Η πραγματική θεσμική δυναμική της ΕΕ δεν στοχεύει στη συνεχή επέκταση των τομέων που πρέπει να μεταφερθούν στο υπερεθνικό επίπεδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως πολλαπλασιασμό των υπερεθνικών κρατικών πυρήνων.
Έχει δυο στόχους:
• Να αποκτήσει μια ηγεσία συγκεντρωμένη και αποτελεσματική, που έχει υπό τον έλεγχό της αυτό το αντιφατικό σύνολο και, ειδικότερα, που συμφιλιώνει τα συμφέροντα των τριών μεγάλων (Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία), καθώς και την κατοπινή επέκταση σε ομόκεντρους γεωγραφικούς κύκλους (προς την Ανατολική Ευρώπη).
• Να παγιώσει μερικούς εκτελεστικούς πρωτόλειους κρατικούς πυρήνες (είτε υπερεθνικούς, είτε διακυβερνητικούς) –την Επιτροπή, το Δικαστήριο, την Σένγκεν/Europol, τον πυρήνα μιας ένοπλης δύναμης μέσα στο ΝΑΤΟ-, στην υπηρεσία αυτής της διακυβερνητικής ηγεσίας.
Η ΕΕ μπορεί να οριστεί ως ένα θεσμοποιημένο και έντονα διαρθρωμένο διακρατικό συντονιστικό, που έχει αποκτήσει μια αρχή υπερεθνικού κρατικού μηχανισμού («οι ευρωπαϊκοί θεσμοί»), η αυτονομία του οποίου παραμένει όμως υπό τον στενό πολιτικό έλεγχο των κρατών-μελών, και η πρακτική δραστηριότητα του οποίου είναι ιδιαίτερα πλαισιωμένη.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να υπνωτιστούμε από το βαθμό της υπερεθνικότητας που η ΕΕ έχει ήδη αποκτήσει ή που βρίσκεται καθοδόν να πετύχει. Κι αυτό επειδή εκείνο που μετράει, ήδη από τώρα, από τη πολιτική άποψη της ταξικής πάλης, είναι ο βαθμός πολιτικής και πρακτικής συγκεντροποίησης της ΕΕ (με το συντονισμό των εθνικών κρατών που συνδέεται με μιαν αυξανόμενη επιχειρησιακή συνοχή μεταξύ του κοινοτικού, διακυβερνητικού και εθνικού επιπέδου). Υπό αυτή την οπτική γωνία, η ΕΕ έκανε ένα άλμα προς τα εμπρός από το 1991, γεγονός που εισήγαγε μια νέα ιστορική δυναμική στην Ευρώπη και στη παγκόσμια κατάσταση.
Μια νέα αντίφαση στο αστικό εξουσιαστικό σύστημα
Το παράδοξο είναι ότι τα εθνικά κράτη παραμένουν αποφασιστικής σημασίας μέσα στην ΕΕ, ενώ τα δικά της προχωρήματα συμβάλουν στην αποδυνάμωσή τους. Πιο συγκεκριμένα: αυτά τα κράτη παραμένουν περισσότερο από ποτέ θεμέλιο της σταθερότητας της ΕΕ, και κατά συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά τα ιδεολογικά, πολιτικά και υλικά περιθώρια ελιγμών τους για να «διαχειρίζονται» την ταξική πάλη είναι πολύ πιο περιορισμένα.
Σε ένα πλαίσιο γενικής κρίσης του εθνικού κράτους, και κάτω από τις συνέπειες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αυτή η αποδυνάμωση του εθνικού κράτους επηρεάζει:
• Τη νομιμότητά του (στα μάτια των λαών και της εργατικής τάξης), εξαιτίας της διάλυσης του Κράτους Πρόνοιας (το απαξιωμένο εθνικό κράτος, απαξιώνει με τη σειρά του της ΕΕ, που είναι το συγκεντρωτικό εργαλείο μιας βίαια αντικοινωνικής πολιτικής).
• Την υλική του δύναμη (όχι όμως στο επίπεδο των κατασταλτικών μηχανισμών), μέσω της καταχρέωσής του, της ιδιωτικοποίησης των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων (ενέργεια, επικοινωνίες, μεταφορές), με την απώλεια της εθνικής ταυτότητας των επιχειρήσεων/κλειδιών του χρηματοπιστωτικού (τράπεζες, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικά ταμεία) και παραγωγικού τομέα (ειδικά των δημόσιων επιχειρήσεων, η ιδιωτικοποίηση των οποίων συνοδεύεται από την «πολυεθνικοποίησή» τους), καθώς αυτές λειτουργούν γενικά ως στηρίγματα του κράτους.
• Τη συρρίκνωση των περιθωρίων ελιγμών των εθνικών κυβερνήσεων κάτω από τον αντίκτυπο της Ενιαίας Πράξης, και της συνθήκης του Μάαστριχτ (ειδικά της Νομισματικής Ένωσης).
Από αυτή την άποψη, υπάρχει μια πολιτική αποδυνάμωση της αστικής τάξης και όλων των εργαλείων της κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου. Όμως, αυτή η αντίφαση συναντάει το αντίστροφο παράδοξο από τη μεριά της εργατικής τάξης : αυτή εξακολουθεί να στερείται παντελώς της ικανότητας ενεργού οργάνωσης στο επίπεδο της Ευρώπης, ενώ αντίθετα είναι στο εθνικό επίπεδο, ειδικά στις χώρες/κλειδιά της ΕΕ, που μπορεί πάντα να είναι ικανή για σημαντικές αντεπιθέσεις. Κάθε στρατηγική υπόθεση πρέπει να ξεκινάει από αυτή τη διαπίστωση.
Για μιαν άλλη Ευρώπη: Ποιες προοπτικές;
Ποια θα μπορούσε να είναι η μορφή της απάντησης των εργατικών τάξεων; Σήμερα, μπορούν να αποκλειστούν τρεις παραλλαγές:
• Μια πανευρωπαϊκή κινητοποίηση την οποία προετοίμασε και κάλεσε το συνδικαλιστικό κίνημα που είναι πλειοψηφικό στις χώρες της ΕΕ (χοντρικά η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων) και η οποία θα ανάτρεπε τη παρούσα νεοφιλελεύθερη πορεία.
• Μια «αυθόρμητη» άνοδος μεγάλων διαστάσεων των κοινωνικών αγώνων, που θα σημειωνόταν ταυτόχρονα σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
• Μια σύγκρουση με (μισο-) επαναστατικό χαρακτήρα σε μια χώρα, που θα έβγαινε γρήγορα εκτός συνόρων και θα έβαζε φωτιά στην Ευρώπη.
Κάθε μια από αυτές τις παραλλαγές θέτει το ζήτημα της ταχείας ανάδειξης μιας πολιτικής εναλλακτικής λύσης που γενικεύεται και βάζει σε κρίση τα ίδια τα θεμέλια της ΕΕ. Και οι τρεις τους αποκλείονται στη παρούσα κοινωνικο-πολιτική συγκυρία.
Η καλύτερη παραλλαγή που απομένει, είναι μια σημαντική κοινωνική άνοδος (ακόμα αμυντική) σε μια χώρα-μέλος της ΕΕ, η δύναμη της οποίας θα ήταν αρκετή για να κάνει να υποχωρήσει ή ακόμα και να ηττηθεί μια εθνική κυβέρνηση (σε μια πτυχή ή στο σύνολο της πολιτικής της). Το κίνημα ενάντια στη κυβέρνηση Ζυπέ στη Γαλλία (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995) προσέφερε μια ένδειξη σε αυτή τη κατεύθυνση.
Μια τέτοια υποχώρηση θα είχε όμως μια διπλή συνέπεια. Καταρχήν, θα εξαπλωνόταν σε άλλες χώρες. Πράγμα που θέτει το ζήτημα της ευθύνης του μαχόμενου κοινωνικού κινήματος να απευθυνθεί στους εργαζομένους της ΕΕ. Και μια τέτοια υποχώρηση μιας κυβέρνησης θα ερχόταν σε σύγκρουση όχι μόνο με τη τρέχουσα πολιτική της ΕΕ, αλλά και με τους θεσμικούς της κανόνες. Αυτή η εθνική κρίση θα μεταδιδόταν αυτόματα/θεσμικά στους κόλπους του Συμβουλίου υπουργών, καθώς αυτό θα πρέπει να αποφανθεί για την παραβατικότητα αυτής της κυβέρνησης (επίκληση της ρήτρας διασφάλισης στη συνθήκη του Μάαστριχτ). Από εκεί και πέρα, θα άνοιγε μια σημαντική πολιτικο-θεσμική κρίση της ΕΕ. Ανάλογα με το ποιες θα είναι οι συγκεκριμένες περιστάσεις, μπορούν να ακολουθήσουν (σε εθνικό και διεθνές επίπεδο) διαφορετικές κοινωνικο-πολιτικές δυναμικές.
Όπως και να έχει, πρέπει να είμαστε σε θέση να προετοιμαστούμε πολιτικά και προγραμματικά για να απαντήσουμε σε δυο επίπεδα:
• Σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να αποκτήσει σάρκα και οστά μια εναλλακτική πολιτική, που θα ανατρέπει ριζικά και με ορατό τρόπο, «μπροστά σε όλη την Ευρώπη», τις προτεραιότητες προς όφελος του κόσμου της εργασίας, των γυναικών, και των νέων για να λάβει πάραυτα μια σειρά ευνοϊκών κοινωνικών μέτρων καθώς και συνοδευτικά μέτρα προκειμένου να προστατεύσει αυτή τη πολιτική εμπειρία. Κύριο μέλημα πρέπει να είναι να απαντήσει στις αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο είναι δυνατό να οργανωθεί μια τέτοια εθνική ρήξη μέσα στο πλαίσιο της ανοιχτής και εξευρωπαϊσμένης οικονομίας, και με δεδομένη την εχθρότητα της ΕΕ. Με, προτάσσοντας δυο στόχους: να βρει στήριγμα μέσα στη χώρα, και να μιλήσει στην Ευρώπη, στους πληθυσμούς της και στα λαϊκά της κινήματα.
• Στο επίπεδο της ΕΕ, μια τέτοια κυβέρνηση «σε ρήξη με την ΕΕ» δεν θα έπρεπε ούτε να φύγει από την ΕΕ ούτε να καταγγείλει τις Συνθήκες. Και αυτό επειδή ο στόχος είναι να διευρύνει τη κρίση της ΕΕ χρησιμοποιώντας στο μέγιστο βαθμό το χρόνο και το χώρο που επιτρέπουν οι θεσμικοί κανόνες των συνθηκών για να δημιουργήσει στηρίγματα και κινητοποιήσεις στην Ευρώπη, προκειμένου να προκαλέσει μια πίεση/ξεπέρασμα πάνω στις άλλες κυβερνήσεις της ΕΕ.
Η απαίτηση για «επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης» θα αποκτούσε πραγματική δύναμη μέσα σε μια τέτοια κατάσταση κρίσης. Και αυτό υπό δυο όρους: 1. Να της δώσουμε ένα συγκεκριμένο και ακριβές περιεχόμενο που, στη πραγματικότητα, ξηλώνει τις συνθήκες. 2. Να τη συνδυάσουμε με μια δημοκρατική πρόταση που αποσπά την αποφασιστική διαδικασία από τα χέρια των κυβερνήσεων για να τη μεταβιβάσει στους λαούς.
Έτσι, η έκρηξη μιας συνταγματικής κρίσης με αφετηρία την άνοδο του κοινωνικού κινήματος σε μια χώρα θα αντιπροσώπευε ένα πρώτο βήμα που θα υποχρέωνε να επεξεργαστούμε εναλλακτικές προτάσεις στο επίπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών. Και αυτό μέσα από δυο οπτικές γωνίες: Ποια δημόσια δύναμη με ευρωπαϊκή διάσταση προκειμένου να θέσουμε σε εφαρμογή μια εναλλακτική λύση; Ποιοι θεσμοί κρατικού τύπου για να οργανώσουμε τη συμβίωση λαών και κρατών στην Ευρώπη;
Μια συνταγματική κρίση θα μπορούσε επίσης να αναπτυχθεί σε συνάρτηση με μια εντελώς διαφορετική λογική, δηλαδή με αφετηρία μια πρωτοβουλία της αστικής τάξης: για παράδειγμα, με τη (μερική) διάρρηξη της νομισματικής ένωσης. Ή με τη πολιτική σύγκρουση μεταξύ δυο από τα κύρια κράτη-μέλη της ΕΕ (δηλαδή, εξαιτίας ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μέσα στην ΕΕ).
Μια τέτοια κατάσταση θα έθετε υπό αμφισβήτηση τους κανόνες ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ. Και τότε θα αναδυόταν το ζήτημα της εναλλακτικής λύσης στην ΕΕ, αλλά σε ένα πλαίσιο που στην αρχή θα ήταν πολύ δυσμενές για την αριστερά, και όπου η εργατική τάξη θα κινδύνευε να παρασυρθεί σε μια λαϊκιστική-εθνικιστική κατεύθυνση.
Και τότε θα έμπαινε το ζήτημα με ποιο τρόπο να παρέμβουμε. Σε μια κατάσταση τέτοιας κρίσης, οι κυβερνήσεις (και ειδικά εκείνες των χωρών/κλειδιά) θα ήταν λιγότερο από ποτέ προετοιμασμένες να αφήσουν το λαό να αποφασίσει, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τον αυταρχικό χαρακτήρα τόσο της ΕΕ όσο και της πολιτικής ζωής στα εθνικά κράτη.
Και στις δυο περιπτώσεις –κρίση με αφετηρία την αριστερά ή κρίση με αφετηρία τη δεξιά- θα έμπαινε το ζήτημα της δημοκρατίας ως μέσου για τη λήψη ουσιαστικών αποφάσεων, και αυτό ευθύς εξ αρχής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η απάντηση θα έπρεπε να ορίσει μια διέξοδο, στο ύψος των περιστάσεων της πολιτικής διακύβευσης μεγάλων διαστάσεων, και να ικανοποιήσει ένα διπλό κριτήριο: θα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκή και συνάμα να επιτρέπει στους πληθυσμούς (κοινή γνώμη, κοινωνικά κινήματα, κλπ) να παρεμβαίνουν πολιτικά και πρακτικά.
Είναι μέσα σε μια τέτοια προοπτική που φαίνεται χρήσιμο ένα γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα, εκείνο της σύγκλισης ενός Δημοκρατικού Συνεδρίου των λαών της Ευρώπης. Πρόκειται για μια συνέλευση που εκλέγεται σε κάθε μια από τις χώρες που θέλουν να μετάσχουν. Στόχος του θα ήταν να συζητήσει και να ορίσει ένα ή περισσότερα σχέδια συντάγματος. Οι βουλευτές και βουλεύτριες θα εκλέγονταν με απλή αναλογική σε κάθε χώρα.
Μια τέτοια Συνέλευση, που μπορούμε να ταυτίσουμε με μια Συντακτική Συνέλευση (ακόμα και αν ο όρος προκαλεί σίγουρα σύγχυση ανάλογα με τις ιστορικές παραδόσεις των διαφόρων χωρών), δεν θα μπορούσε να είναι κυρίαρχη, επειδή αυτό θα προϋπόθετε ότι έχει κατακτηθεί ένας ορισμένος βαθμός υπερεθνικότητας, πράγμα που δεν υφίσταται, και που χρειάζεται ακριβώς να καθορισθεί. Θα έπρεπε, σε μια δεύτερη φάση, να συζητηθεί και να αποφασιστεί σε κάθε μια από τις ενδιαφερόμενες χώρες (μέλη σήμερα της ΕΕ καθώς και σε άλλες που θα το ήθελαν) σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες.
Το ενδιαφέρον της πρότασης για ένα τέτοιο Δημοκρατικό Συνέδριο των Λαών της Ευρώπης, από την σοσιαλιστική-επαναστατική και δημοκρατική άποψη , είναι διπλό:
• Καταρχήν, επιτρέπει να ασκηθεί κριτική στη διαρκή συνταγματική διαδικασία της ΕΕ, που είναι αδιαφανής και αυταρχική, και αυτό χωρίς να πέσει στην εθνική αναδίπλωση.
• Σε περίπτωση «ευνοϊκής» κοινωνικής κρίσης σε μια μόνο χώρα, θα χρειαζόταν μια στρατηγική μετάβασης που «θέτει το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας» στο κατάλληλο επίπεδο, δηλαδή στην Ευρώπη.
Απέναντι στην ΕΕ, και στην ιδιαίτερη πολιτική φύση της ως διαδικασία και αυταρχικό πρωτόλειο κράτος, στον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της και στη συνταγματική κρίση που διαγράφεται στον ορίζοντα, πρέπει να αποφύγουμε δυο συμμετρικά λάθη: να παίξουμε στο γήπεδο της μεταρρύθμισης αυτών των θεσμών, ή να αδιαφορήσουμε παντελώς για αυτήν.
Από τη μια, δεν πρέπει να καμωθούμε ότι αντιπαραθέτουμε, με όρους είτε ακριβείς είτε αφηρημένους, ένα εναλλακτικό θεσμικό οργανόγραμμα στους υπάρχοντες θεσμούς. Από την άλλη, δεν πρέπει να παραμείνουμε αδιάφοροι απέναντι σε μια επικίνδυνα αντιδημοκρατική εξέλιξη. Αυτό που απαιτείται άμεσα δεν είναι τόσο να παρουσιάσουμε μια «μεταρρύθμιση» όσο να προβάλλουμε μερικές ριζοσπαστικές απαιτήσεις στο επίπεδο της δημοκρατίας. Για παράδειγμα, το άνοιγμα των συναντήσεων του Συμβουλίου Υπουργών, και τη δημοσιοποίηση των συζητήσεών του, το δημόσιο έλεγχο των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη κατάργηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, την υποβολή όλων των ευρωπαϊκών νόμων (κανονισμοί, οδηγίες) σε ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο.
Ένα πιο δύσκολο σημείο αφορά το επονομαζόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είναι αλήθεια ότι, απέναντι στη δεσποτική φύση της ΕΕ, η δημιουργία ενός Κοινοβουλίου (νομοθετική βουλή, εκλεγμένη με ψηφοφορία) θα συνιστούσε μια πρόοδο στην οποία δεν θα μπορούσε να είμαστε αντίθετοι αν πραγματοποιούταν. Όμως, προϋπόθεση για να γίνει αυτό θα ήταν η προοδευτική επέκταση των σημερινών αρμοδιοτήτων, στην οποία η ΕΕ αντιτίθεται με όλες τις δυνάμεις της. Αυτό απαιτεί λοιπόν μια ολική αναθεώρηση της ΕΕ, στο μέτρο που ένα αληθινό κοινοβούλιο θα συνεπαγόταν την ανατροπή της σχέσης με τα κύρια όργανα της ΕΕ (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο Υπουργών, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Πράγμα που σημαίνει ότι επιστρέφουμε στη «κρίση της ΕΕ» και στα στρατηγικά σχήματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
1η Απριλίου 1999
Μετάφραση: Γιώργος Μητραλιάς