Ερνέστ Μαντέλ
Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία: η εργατική τάξη αντιστέκεται κάτω από τη μπότα του φασισμού
Στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, διαδόθηκε ένας μύθος: η γερμανική εργατική τάξη δήθεν δεν αντιστάθηκε στον φασισμό. Στην πλειοψηφία της υποστήριξε τάχα τον Χίτλερ.
Αυτός ο μύθος αποδείχθηκε σκληρόπετσος. Η λειτουργία του είναι προφανής: να ενοχοποιήσει την εργατική τάξη για τα εγκλήματα που διέπραξαν άλλοι: για τη χρηματοδότηση του Χίτλερ από το Μεγάλο Κεφάλαιο, για την εγκληματική πολιτική διαίρεσης των εργαζομένων από τον Στάλιν. Ο στόχος ήταν επίσης πρακτικός: να δικαιολογήσει τη διαίρεση της Γερμανίας που αποφασίστηκε στη Γιάλτα και το Πότσνταμ, να δικαιολογήσει τη διάλυση της βιομηχανίας του Ρουρ που υποστήριζαν από κοινού ο Στάλιν και ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής και αμερικανικής αστικής τάξης.
1 εκατομμύριο Γερμανοί πολιτικοί κρατούμενοι
Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Η συνθηκολόγηση χωρίς μάχη με τον Χίτλερ των ηγετών του SPD, του KPD και των συνδικάτων σίγουρα αποπροσανατόλισε τους Γερμανούς εργάτες. Κλονίστηκε η εμπιστοσύνη τους στις δικές τους δυνάμεις. Η ναζιστική τρομοκρατία τους κατάφερε τρομερά πλήγματα. Η έλλειψη προοπτικής - η πεποίθηση ότι ο Χίτλερ θα βασιλεύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα - συνέβαλε σημαντικά. Αλλά όλα αυτά δεν μετέτρεψαν τη μάζα των σοσιαλιστών και κομμουνιστών εργατών σε ενεργούς ή παθητικούς υποστηρικτές των Ναζί. Απλώς έκαναν την αντίθεσή τους στο ναζισμό πιο κατακερματισμένη, πιο τοπική, λιγότερο δημόσια και μαζική.
Αυτή η αντίθεση ήταν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, που αποδεικνύεται σήμερα από αμέτρητα έγγραφα. Η πιο εντυπωσιακή εκδήλωσή της ήταν στα εργοστάσια. Οι Ναζί είχαν δημιουργήσει ομάδες επιχειρήσεων που ονομάζονταν NSBOs. Αυτές προορίζονταν να αποτελέσουν τη βάση ενός ψευδοκρατικού συνδικάτου, του κίτρινου Γερμανικού Εργατικού Μετώπου, στο οποίο εργαζόμενοι και εργοδότες έπρεπε να ενταχθούν αυτόματα.
Μετά την εδραίωση της ναζιστικής δικτατορίας, οι Ναζί πήραν ένα ρίσκο. Επέτρεψαν την κανονική εκλογή των επιχειρησιακών συμβουλίων, με βάση την παλιά νομοθεσία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό. Οι υποψήφιοι του NSBO κέρδισαν μόνο το 10% των ψήφων. Το υπόλοιπο πήγε στους πρώην ελεύθερους συνδικαλιστές. Το μάθημα ήταν πειστικό. Δεν υπήρξαν άλλες κοινωνικές εκλογές υπό το Τρίτο Ράιχ.
Η ναζιστική τρομοκρατία που, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έπληξε τους πληθυσμούς των κατεχόμενων χωρών (σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, εκτός από τις "ουδέτερες" χώρες), ενάντια στους Εβραίους, στους Τσιγγάνους, κλπ, είχε ξεκινήσει με μαζικές δράσεις εναντίον των γερμανικών λαϊκών μαζών. Η συντριπτική πλειοψηφία εκείνων που είχαν εγκλειστεί στα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, του Νταχάου, του Όράνιενμπουργκ και αλλού ήταν Γερμανοί αντιφασίστες αγωνιστές: κομμουνιστές, αντιφρονούντες κομμουνιστές (σύντροφοι του SAP, μπραντλεριανοί, τροτσκιστές. κ.λπ.), σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλιστές. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου, αυτό το κύμα τρομοκρατίας κατά των Γερμανών αντιπάλων των Ναζί διευρύνθηκε.
Συνολικά, ο αριθμός των Γερμανών πολιτικών κρατουμένων που καταδικάστηκαν, συνελήφθησαν ή εγκλείστηκαν από τους Ναζί μεταξύ 1933 και 1945 ανήλθε σε ένα εκατομμύριο, αριθμός πολύ υψηλότερος, αναλογικά, από αυτόν οποιασδήποτε κατεχόμενης χώρας. Στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονται και πολλοί στρατιώτες. Οι Ναζί δεν έκαναν λάθος. Στις μυστικές εκθέσεις της Γκεστάπο που απευθύνονταν στους ηγέτες των Ναζί, οι οποίες δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις εργατικής αντίθεσης αποτελούν κεντρικό θέμα. Διαπιστώνεται ότι στα εργοστάσια πυρομαχικών, η παραγωγικότητα των Γερμανών εργατών (οι οποίοι είχαν γίνει μειοψηφία καθώς στέλνονταν μαζικά στο μέτωπο) ήταν συχνά μικρότερη από εκείνη των ξένων εργατών, παρόλο που αυτοί κατηγορούνταν ότι σαμποτάριζαν ανοιχτά την παραγωγή.
Το έπος των Αυστριακών Επαναστατών Σοσιαλιστών (RS)
Στην Αυστρία, η εργατική τάξη ήταν λιγότερο αποπροσανατολισμένη από ό,τι στη Γερμανία, μετά την ηρωική αντίσταση του Schutzbund στις 6 Φεβρουαρίου 1934. Η κληρικοφασιστική τρομοκρατία υπό τον Ντόλφους και τον Σούσνικ, αν και πραγματική, ήταν λιγότερο σκληρή από εκείνη των ναζί. Για αυτούς τους δύο λόγους, η αντίσταση των εργαζομένων ήταν πολύ πιο μαζική και ανοιχτή στην Αυστρία απ' ό,τι στη Γερμανία.
Η πλειονότητα των σοσιαλιστικών και συνδικαλιστικών στελεχών κατάφερε να οργανώσει ένα παράνομο κόμμα που κάλυπτε σχεδόν όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις και όλες τις εργατικές συνοικίες της χώρας. Υιοθέτησε μια δομή παρόμοια με εκείνη των παράνομων μπολσεβίκων στη Ρωσία υπό τον Τσαρισμό. Η οργάνωση ονομάστηκε Révolutionäre Sozialisten, RS. Απολάμβανε τεράστια δημοτικότητα και απήχηση, με έναν παράνομο τύπο που διαβάζονταν από όλες και όλους. Η ηγεσία της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, που είχε μεταναστεύσει στην Πράγα, υπέκυψε στα τετελεσμένα γεγονότα. Αναγνώρισε τη νομιμότητα του νέου κόμματος και της παράνομης ηγεσίας του.
Από την αντίσταση ως παράνομο κόμμα, οι RS προχώρησαν σταδιακά σε δημόσιες διαδηλώσεις, ειδικά την Πρωτομαγιά, την 6η Φεβρουαρίου και τις ημέρες μνήμης της εκτέλεσης των ηρώων του Schutzbund, όπως ο Koloman Wallish, και στη συνέχεια σε διεκδικητικές δράσεις και απεργίες. Όταν ξέσπασε η πολιτική κρίση στις αρχές του 1938, αυτή που θα οδηγούσε στην προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss) από τη Γερμανία, η δύναμη των RS εμφανίστηκε στο φως της ημέρας. Διαπραγματεύτηκαν δημόσια τη νομιμοποίησή τους με τον καγκελάριο-δικτάτορα Schussnig. Κάλεσαν συνέδριο αντιπροσώπων από όλες τις επιχειρήσεις της Βιέννης για να προετοιμάσουν μια γενική απεργία. Αλλά η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Σούσνιγκ με τους Ναζί, και πάλι χωρίς μάχη, επρόκειτο να διαλύσει αυτή την εντυπωσιακή αντίσταση.
Το ηχηρό κάλεσμα της Guadalaraja
Ο ιταλικός φασισμός, που ήρθε στην εξουσία το 1922 και είχε εξαλείψει κάθε νόμιμη αντιπολίτευση ήδη από το 1926, είχε περισσότερο χρόνο για να εδραιώσει τη δικτατορία του από ό,τι οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί φασίστες. Η εργατική τάξη παρέμεινε χωρίς πολιτικές προοπτικές για μια δεκαετία. Το κύμα σοβινισμού που προκάλεσε ο πόλεμος του Μουσολίνι κατά της Αιθιοπίας είχε συμβάλει στην αποδυνάμωση της αντιφασιστικής αντίστασης. Αλλά τα πράγματα άλλαξαν το 1936. Η οικονομική ανάκαμψη και οι μαζικές προσλήψεις στις επιχειρήσεις της βόρειας Ιταλίας ξανάδωσαν εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους. Ξέσπασαν απεργίες. Στη συνέχεια ήρθε η νικηφόρα απάντηση των Ισπανών εργατών στο στρατιωτικό-φασιστικό πραξικόπημα τον Ιούλιο του 1936. Οι επιπτώσεις της στην Ιταλία ήταν βαθιές, ίσως περισσότερο από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Χιλιάδες Ιταλοί αντιφασίστες κατατάχθηκαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Δημιούργησαν την Ταξιαρχία Γκαριμπάλντι. Τότε συνέβη το θαύμα. Τον Φεβρουάριο του 1937, η Ταξιαρχία Γκαριμπάλντι κατατρόπωσε μια τακτική μεραρχία του ιταλικού φασιστικού στρατού στη Γκουανταλαχάρα έξω από τη Μαδρίτη. Η απήχηση στην Ιταλία ήταν τεράστια. Η εργατική τάξη ξαναβρήκε την ελπίδα. Η αντίσταση εντάθηκε. Για πρώτη φορά από το 1926, η πτώση του Μουσολίνι έγινε μια εφικτή βραχυπρόθεσμη προοπτική. Τα πάντα εξαρτιόνταν από την έκβαση του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία.
Στραγγαλίζοντας την κοινωνική επανάσταση, σταλινικοί και σοσιαλδημοκράτες κατέστησαν αναπόφευκτη τη νίκη του Φράνκο. Έτσι, κατέστρεψαν μια μοναδική ευκαιρία για να τελειώσουμε με τον Μουσολίνι ή ακόμα και με τον Χίτλερ.
Μια μικρή λεπτομέρεια, που όμως λέει πολλά για το πώς η μοίρα της Ευρώπης κρεμόταν από μια κλωστή στη διάρκεια εκείνων των μοιραίων χρόνων. Η χήρα του Γερμανού ηγέτη του KPD Χάιντς Νόιμαν (Heinz Neumann), που σκοτώθηκε από τον Στάλιν το 1937 (η ίδια είχε παραδοθεί στους Ναζί από τον Στάλιν), διηγείται στα απομνημονεύματά της ότι πριν από το 1936 ο Νόιμαν βρισκόταν στη Βαρκελώνη σε αποστολή για την Κομμουνιστική Διεθνή, όταν το λιμάνι παρέλυσε από απεργία των εργατών. Με δική του πρωτοβουλία, ο Νόιμαν μοίρασε μια προκήρυξη στους ναύτες ενός γερμανικού φορτηγού πλοίου που βρισκόταν στο λιμάνι, καλώντας τους να δείξουν αλληλεγγύη στους λιμενεργάτες. Προς έκπληξη των πάντων, αρχής γενομένης από εκείνη των σταλινικών ηγετών, οι Γερμανοί ναυτεργάτες κατέβηκαν όντως σε απεργία. Πολλά άλλα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αν οι Ισπανοί και Γάλλοι εργάτες είχαν πάρει την εξουσία το 1936…
La Gauche, 8 Μαΐου 1986